Η ελληνική μετάφραση της Έκθεσης της ΕΚΤ για τη Σύγκλιση 2025 περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια: Εισαγωγή, Πλαίσιο ανάλυσης και Περίληψη για τη Βουλγαρία. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στην πλήρη αγγλική έκδοση η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.
1 Εισαγωγή
Η παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση καταρτίστηκε κατόπιν αιτήματος για εξέταση που υπέβαλε η Βουλγαρία στις 25 Φεβρουαρίου 2025. Με την κατάρτιση της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 140 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η “Συνθήκη”) να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Συμβούλιο της ΕΕ”) τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”.[1] Η ίδια εντολή έχει δοθεί και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία επίσης κατήρτισε έκθεση, και οι δύο εκθέσεις υποβάλλονται στο Συμβούλιο της ΕΕ παράλληλα. Η παρούσα έκθεση καλύπτει μόνο τη Βουλγαρία. Τα άλλα κράτη-μέλη με παρέκκλιση, δηλ. η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σουηδία, θα εξεταστούν στην επόμενη τακτική Έκθεση για τη Σύγκλιση το 2026. Η Δανία, η οποία έχει ειδικό καθεστώς, δεν θα καλύπτεται στην έκθεση του 2026, εκτός εάν το ζητήσει.[2]
Στην παρούσα έκθεση, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί το πλαίσιο που εφαρμόστηκε στις προηγούμενες Εκθέσεις για τη Σύγκλιση. Εξετάζει αν έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης, αν η εθνική νομοθεσία είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και προς το Πρωτόκολλο για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «Καταστατικό του ΕΣΚΤ») και αν πληρούνται οι καταστατικές απαιτήσεις ώστε η Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) να καταστεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος.
Η εξέταση της διαδικασίας οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα και την ακεραιότητα των συναφών στατιστικών στοιχείων. Η κατάρτιση και υποβολή των στατιστικών στοιχείων δεν πρέπει να επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες ή παρεμβάσεις. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καλούνται να θεωρούν την ποιότητα και την ακεραιότητα των στατιστικών στοιχείων τους θέμα υψηλής προτεραιότητας, να διασφαλίζουν ότι η κατάρτιση αυτών των στοιχείων υπόκειται σε ένα επαρκές σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) και να εφαρμόζουν ελάχιστα πρότυπα στον τομέα της στατιστικής. Αυτά τα πρότυπα είναι υψίστης σημασίας για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας των εθνικών στατιστικών αρχών, καθώς και για να συμβάλουν στη στήριξη της εμπιστοσύνης προς την ποιότητα των δημοσιονομικών στατιστικών στοιχείων (βλ. Κεφάλαιο 5 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση).
Από τις 4 Νοεμβρίου 2014 κατέστη υποχρεωτικό για κάθε χώρα της οποίας η παρέκκλιση έχει αρθεί να ενταχθεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ), το αργότερο από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ.[3] Από την ημερομηνία αυτή, όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον ΕΕΜ ισχύουν για την εν λόγω χώρα. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουν γίνει οι αναγκαίες προετοιμασίες. Συγκεκριμένα, το τραπεζικό σύστημα κάθε κράτους-μέλους που εντάσσεται στη ζώνη του ευρώ και, κατά συνέπεια, στον ΕΕΜ υπόκειται σε συνολική αξιολόγηση.[4] Η Βουλγαρία είναι επί του παρόντος το μόνο κράτος-μέλος που συμμετέχει στον ΕΕΜ σύμφωνα με το πλαίσιο στενής συνεργασίας που έχει εγκαθιδρυθεί με την ΕΚΤ ως μέρος της δέσμευσης της χώρας να προσχωρήσει ταυτόχρονα στην Τραπεζική Ένωση και στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ).[5] Το πλαίσιο στενής συνεργασίας με την Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας τέθηκε σε ισχύ από 1ης Οκτωβρίου 2020, μετά την εκπλήρωση των αναγκαίων εποπτικών και νομοθετικών προϋποθέσεων. Κατά την ημερομηνία αυτή, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη (α) της άμεσης εποπτείας των σημαντικών ιδρυμάτων στη Βουλγαρία, (β) των κοινών διαδικασιών για όλες τις εποπτευόμενες οντότητες, και (γ) της επίβλεψης των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων, τα οποία εξακολουθούν να εποπτεύονται από την εθνική εποπτική αρχή. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ και η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας συνεργάστηκαν πολύ στενά για να διασφαλίσουν την ομαλή ενσωμάτωση της εθνικής αρμόδιας αρχής στον ΕΕΜ.[6]
Στην παρούσα έκθεση η διάταξη της ύλης έχει ως εξής: Το Κεφάλαιο 2 περιγράφει το πλαίσιο που χρησιμοποιείται για την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 3 περιέχει την περίληψη για την επισκοπούμενη χώρα, η οποία παρουσιάζει τα κυριότερα πορίσματα από την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 4 εξετάζει λεπτομερέστερα την οικονομική σύγκλιση στη Βουλγαρία. Το Κεφάλαιο 5 παρέχει μια γενική επισκόπηση των δεικτών σύγκλισης και της στατιστικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτισή τους. Τέλος, το Κεφάλαιο 6 εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας της Βουλγαρίας, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας, προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης.
2 Πλαίσιο ανάλυσης
2.1 Οικονομική σύγκλιση
Για να εξετάσει την οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών της ΕΕ που επιθυμούν να υιοθετήσουν το ευρώ, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί ένα κοινό πλαίσιο ανάλυσης. Το κοινό αυτό πλαίσιο, το οποίο έχει εφαρμοστεί με συνέπεια σε όλες τις Εκθέσεις Σύγκλισης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (ΕΝΙ) και της ΕΚΤ, βασίζεται, πρώτον, στις διατάξεις της Συνθήκης και στην εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τους λόγους του χρέους, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, καθώς και άλλους παράγοντες που είναι συναφείς με την οικονομική ολοκλήρωση και σύγκλιση. Δεύτερον, βασίζεται σε μια σειρά από πρόσθετους οικονομικούς δείκτες που παρέχουν πληροφορίες για τις παρελθούσες ή τις μελλοντικές εξελίξεις και θεωρούνται χρήσιμοι για τη λεπτομερέστερη εξέταση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Ορισμένα στοιχεία του πλαισίου αυτού έχουν βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Η εξέταση των κρατών-μελών με βάση όλους αυτούς τους παράγοντες παρέχει επίσης σημαντικές πληροφορίες που διασφαλίζουν ότι η ενσωμάτωσή τους στη ζώνη του ευρώ θα γίνει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Τα Πλαίσια 1 έως 5 παρουσιάζουν τις νομικές διατάξεις και παραθέτουν μεθοδολογικές λεπτομέρειες όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων από την ΕΚΤ.
Για λόγους συνέχειας και ίσης μεταχείρισης, η παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση ακολουθεί τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες εκθέσεις της ΕΚΤ. Ειδικότερα, η ΕΚΤ (και παλαιότερα το ΕΝΙ) χρησιμοποιεί μια σειρά από κατευθυντήριες αρχές κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης. Πρώτον, τα επιμέρους κριτήρια ερμηνεύονται συσταλτικά και εφαρμόζονται αυστηρά. Το σκεπτικό αυτής της αρχής είναι ότι τα κριτήρια αποσκοπούν κυρίως στο να εξασφαλίσουν ότι στη ζώνη του ευρώ θα μπορούν να συμμετέχουν μόνο όσα κράτη-μέλη έχουν οικονομικές συνθήκες που συντελούν στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και στη συνοχή της ζώνης του ευρώ. Δεύτερον, τα κριτήρια σύγκλισης αποτελούν μια συνεκτική και ολοκληρωμένη δέσμη και πρέπει να πληρούνται όλα ανεξαιρέτως. Η Συνθήκη παραθέτει τα κριτήρια ως ισότιμα και δεν τα ιεραρχεί. Τρίτον, τα κριτήρια σύγκλισης πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με πραγματικά στοιχεία και όχι προβλέψεις. Τέταρτον, η εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης πρέπει να είναι ομοιόμορφη, διαφανής και απλή. Επιπλέον, κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα, καθώς η σύγκλιση πρέπει να επιτευχθεί σε διαρκή βάση και όχι σε δεδομένη χρονική στιγμή. Για τον λόγο αυτό, στις αξιολογήσεις κατά χώρα αναλύεται και η διατηρησιμότητα της σύγκλισης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές εξελίξεις της χώρας εξετάζονται βάσει αναδρομικών στοιχείων που καλύπτουν κατ’ αρχήν την τελευταία δεκαετία. Αυτό βοηθά να διαπιστωθεί ακριβέστερα κατά πόσον η πρόοδος που έχει επιτευχθεί είναι αποτέλεσμα πραγματικών διαρθρωτικών προσαρμογών και, κατ' επέκταση, να αξιολογηθεί καλύτερα η διατηρησιμότητα της οικονομικής σύγκλισης.
Επιπλέον, στο βαθμό που κρίνεται σκόπιμο, εξετάζονται οι προοπτικές για το μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, εφιστάται ιδιαιτέρως η προσοχή στο γεγονός ότι η διατηρησιμότητα των ευνοϊκών οικονομικών εξελίξεων εξαρτάται κρίσιμα από το αν η οικονομική πολιτική θα ανταποκριθεί με τρόπο πρόσφορο και διαρκή στις υπάρχουσες και στις μελλοντικές προκλήσεις. Η ισχυρή διακυβέρνηση, οι υγιείς θεσμοί και τα βιώσιμα δημόσια οικονομικά είναι επίσης απαραίτητες προϋποθέσεις για τη στήριξη της σταθερότητας των τιμών και της διατηρήσιμης αύξησης του προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα. Γενικά, τονίζεται ότι η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας της οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται από την επίτευξη μιας ισχυρής αρχικής θέσης, από την ύπαρξη υγιών θεσμών, από την ανθεκτικότητα στις διαταραχές και από την άσκηση κατάλληλων πολιτικών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
Η καταληκτική ημερομηνία για τα στατιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση ήταν η 19η Μαΐου 2025. Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης παρείχε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. στατιστικούς πίνακες και διαγράμματα στο Κεφάλαιο 5 του αγγλικού πρωτοτύπου), σε συνεργασία με την ΕΚΤ για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Όπως συμφωνήθηκε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως περίοδος αναφοράς τόσο για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών όσο και για το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων λαμβάνεται το διάστημα από τον Μάιο του 2024 έως τον Απρίλιο του 2025. Για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η περίοδος αναφοράς είναι από την 20ή Μαΐου 2023 μέχρι την 19η Μαΐου 2025. Τα ιστορικά στοιχεία για τις δημοσιονομικές θέσεις καλύπτουν την περίοδο μέχρι και το 2024. Επίσης λαμβάνονται υπόψη προβλέψεις προερχόμενες από ποικίλες πηγές, καθώς και άλλες πληροφορίες που θεωρούνται χρήσιμες για την αξιολόγηση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2025 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η Έκθεσή της για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2025 (Alert Mechanism Report 2025), που επίσης λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα έκθεση, δημοσιεύθηκαν στις 19 Μαΐου 2025 και στις 17 Δεκεμβρίου 2024 αντίστοιχα. Η παρούσα έκθεση εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 30 Μαΐου 2025.
Όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 1.
Πλαίσιο 1
Η εξέλιξη των τιμών
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών. Αυτό καταδεικνύεται από ρυθμό πληθωρισμού που προσεγγίζει τον αντίστοιχο ρυθμό των τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”.
Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι ένα κράτος-μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) σε συγκρίσιμη βάση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών των εθνικών ορισμών”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:
Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο”, ο ρυθμός πληθωρισμού υπολογίστηκε με βάση τη μεταβολή του μέσου όρου του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για τη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2024 μέχρι τον Απρίλιο του 2025 έναντι του μέσου όρου του προηγούμενου δωδεκαμήνου. Ο πληθωρισμός μετρήθηκε βάσει του ΕνΔΤΚ, ο οποίος κατασκευάστηκε με σκοπό να αξιολογείται η σύγκλιση όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε συγκρίσιμη βάση (βλ. Ενότητα 5.2 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση). Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των ρυθμών πληθωρισμού των τριών κρατών-μελών με τους χαμηλότερους μέσους ρυθμούς πληθωρισμού (εξαιρουμένων των ακραίων παρατηρήσεων).
Επισημαίνεται ότι η έννοια της «ακραίας παρατήρησης» (outlier) έχει αναφερθεί και σε παλαιότερες Εκθέσεις για τη Σύγκλιση της ΕΚΤ, καθώς και σε εκθέσεις σύγκλισης του ΕΝΙ. Σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, ένα κράτος-μέλος θεωρείται ότι αποτελεί ακραία παρατήρηση όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: πρώτον, κατά το εξεταζόμενο δωδεκάμηνο ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και, δεύτερον, οι εξελίξεις των τιμών στο εν λόγω κράτος-μέλος έχουν επηρεαστεί έντονα από έκτακτους παράγοντες. Ο εντοπισμός των ακραίων παρατηρήσεων δεν γίνεται μηχανιστικά. Η έννοια της ακραίας παρατήρησης καθιερώθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν κατάλληλα πιθανές σημαντικές στρεβλώσεις στην εξέλιξη του πληθωρισμού στις επιμέρους χώρες που θα είχαν ως αποτέλεσμα οι ρυθμοί πληθωρισμού αυτών των χωρών να είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικό σημείο αναφοράς για τη σύγκλιση. Η προσέγγιση την οποία ακολουθεί στην παρούσα έκθεση η ΕΚΤ για τον εντοπισμό ακραίων παρατηρήσεων συνάδει με την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενες Εκθέσεις Σύγκλισης της ΕΚΤ.
Με βάση τα παραπάνω, για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης, τα τρία κράτη-μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις ως προς τη σταθερότητα των τιμών είναι η Ιρλανδία (1,2%), η Φινλανδία (1,3%) και η Ιταλία (1,4%). Αφού προστεθεί 1,5 ποσοστιαία μονάδα στον μέσο όρο των εν λόγω τριών ρυθμών, η τιμή αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών είναι 2,8%. Κανένα από τα τρία αυτά κράτη-μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις δεν χαρακτηρίστηκε ως πιθανή ακραία παρατήρηση ώστε να εξαιρεθεί από τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για τη σταθερότητα των τιμών.
Ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ που καταγράφηκε στη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς (Μάιος 2024-Απρίλιος 2025) αξιολογείται υπό το πρίσμα της οικονομικής επίδοσης της χώρας όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών την τελευταία δεκαετία. Με αυτόν τον τρόπο, εξετάζεται αναλυτικότερα η διατηρησιμότητα της εξέλιξης των τιμών στην εκάστοτε επισκοπούμενη χώρα. Η προσοχή εστιάζεται αφενός στον προσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής, και ιδίως στο κατά πόσον οι νομισματικές αρχές δίνουν πρωτίστως έμφαση στην επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και αφετέρου στη συμβολή άλλων τομέων της οικονομικής πολιτικής στην επίτευξη αυτού του στόχου. Επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Η εξέλιξη των τιμών εξετάζεται υπό το πρίσμα των συνθηκών προσφοράς και ζήτησης, με έμφαση σε παράγοντες όπως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και τις τιμές των εισαγομένων. Τέλος, εξετάζονται οι τάσεις άλλων συναφών δεικτών τιμών. Όσον αφορά τις προοπτικές για το μέλλον, παρέχεται μια εικόνα της αναμενόμενης εξέλιξης του πληθωρισμού κατά τα επόμενα έτη, η οποία περιλαμβάνει προβλέψεις μεγάλων διεθνών οργανισμών και συμμετεχόντων στην αγορά. Επίσης γίνεται αναφορά και σε ορισμένα θέματα θεσμικής και διαρθρωτικής φύσεως, τα οποία είναι σημαντικά για τη διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη σταθερότητα των τιμών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ, καθώς και ορισμένα διαδικαστικά θέματα, παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 2.
Πλαίσιο 2
Δημοσιονομικές εξελίξεις
1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), δεύτερη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Αυτή καταδεικνύεται από την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, κατά την έννοια του άρθρου 126(6)”.
Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι τη στιγμή της εξέτασης δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος-μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 126, παράγραφος 6 της εν λόγω Συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος”.
Το άρθρο 126 περιγράφει τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 126, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει έκθεση εάν ένα κράτος-μέλος δεν εκπληρώνει τους όρους περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, ειδικότερα εάν:
- ο λόγος του προβλεπόμενου ή υφιστάμενου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 3% του ΑΕΠ), εκτός εάν:
- ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς, είτε, εναλλακτικά,
- η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο λόγος παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς,
- ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 60% του ΑΕΠ), εκτός εάν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό.
Επιπλέον, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά πόσον το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανόμενης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους-μέλους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται επίσης να συντάξει έκθεση εάν, μολονότι πληρούνται τα κριτήρια, θεωρεί ότι υπάρχει σε ένα κράτος-μέλος κίνδυνος υπερβολικού ελλείμματος. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατυπώνει γνώμη επί της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 126, το Συμβούλιο της ΕΕ, μετά από πρόταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κράτους-μέλους, αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία, εξαιρουμένου του ενδιαφερόμενου κράτους-μέλους, και μετά από συνολική εκτίμηση, αν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα στο εν λόγω κράτος-μέλος.
Οι διατάξεις του άρθρου 126 της Συνθήκης αποσαφηνίζονται περαιτέρω με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97[7], όπως τροποποιήθηκε από τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1177/2011[8] και αριθ. 2024/1264,[9] ο οποίος μεταξύ άλλων:
- επιβεβαιώνει ότι το κριτήριο του χρέους είναι ισότιμο με το κριτήριο του ελλείμματος και εξειδικεύει τον μηχανισμό εφαρμογής του,
- προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συνθήκης. Το αναμορφωμένο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ τροποποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β). Ειδικότερα, το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού προβλέπει ότι η απαίτηση θεωρείται ότι πληρούται εάν το οικείο κράτος-μέλος ακολουθεί το σχέδιο για τις καθαρές του δαπάνες (net expenditure path). Σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η δημοσιονομική θέση δεν είναι σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική και όταν οι αποκλίσεις που καταγράφονται στον λογαριασμό ελέγχου του κράτους-μέλους υπερβαίνουν είτε 0,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως είτε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σωρευτικά,
- αναφέρει λεπτομερώς ποιους σχετικούς παράγοντες πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όταν καταρτίζει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Και το κυριότερο, αναφέρει ορισμένους παράγοντες που θεωρούνται χρήσιμοι για την αξιολόγηση της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης, καθώς και της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του δημόσιου χρέους (βλ. άρθρο 2 παράγραφος 3 του Κανονισμού).
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Προκειμένου να εξετάσει τη σύγκλιση, η ΕΚΤ διατυπώνει την άποψή της για τις δημοσιονομικές εξελίξεις. Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα, η ΕΚΤ εξετάζει σημαντικούς δείκτες των δημοσιονομικών εξελίξεων από το 2015 έως το 2024, τις προοπτικές και τις προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και κυρίως τις σχέσεις που συνδέουν την εξέλιξη του ελλείμματος με την εξέλιξη του χρέους. Όσον αφορά τον αντίκτυπο που είχαν η πανδημία COVID-19 και ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας για τα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, η ΕΚΤ παραπέμπει στη γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία είχε ενεργοποιηθεί από τις 20 Μαρτίου 2020 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, δηλ. πριν από τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης τον Απρίλιο του 2024, όπως η ρήτρα αυτή προβλέπεται στα άρθρα 5(1) και 9(1) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97[10] για το προληπτικό σκέλος και στο άρθρο 3(5) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για το διορθωτικό σκέλος. Όσον αφορά την επίδραση της πρόσθετης ευελιξίας που για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, η ΕΚΤ παραπέμπει στην εθνική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία θεσπίστηκε με τη μεταρρύθμιση του Απριλίου του 2024. Το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1263[11] ορίζει ότι “κατόπιν αιτήματος κράτους-μέλους και σύστασης της Επιτροπής που βασίζεται στην ανάλυσή της, το Συμβούλιο δύναται να εκδώσει, εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη σύσταση της Επιτροπής, σύσταση με την οποία επιτρέπει σε κράτος-μέλος να αποκλίνει από την πορεία των καθαρών δαπανών όπως καθορίζεται από το Συμβούλιο, όταν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου του κράτους-μέλους έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά του οικείου κράτους-μέλους, υπό τον όρο ότι η εν λόγω απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών”. Παρέχεται επίσης νέα ανάλυση της ΕΚΤ σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 2(3)(δ) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 και στην Οδηγία 2011/85/ΕΕ.[12] Ως προς το άρθρο 126 της Συνθήκης, η ΕΚΤ, αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν έχει επίσημο ρόλο στη ΔΥΕ. Ως εκ τούτου η έκθεση της ΕΚΤ απλώς αναφέρει αν η χώρα υπόκειται σε ΔΥΕ ή όχι.
Ως προς τη διάταξη της Συνθήκης σύμφωνα με την οποία ο λόγος του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ πρέπει να “μειώνεται επαρκώς και να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό”, η ΕΚΤ εξετάζει τις παρελθούσες και μελλοντικές τάσεις του λόγου του χρέους. Για τα κράτη-μέλη στα οποία ο λόγος του χρέους υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η ΕΚΤ παραθέτει την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της Επιτροπής, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 2(3) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97.
Η εξέταση των δημοσιονομικών εξελίξεων βασίζεται σε στοιχεία που έχουν καταρτιστεί σε εθνικολογιστική βάση, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 2010 (ΕΣΛ/ESA 2010) (βλ. Κεφάλαιο 5 του αγγλικού πρωτοτύπου). Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2025 και περιλαμβάνουν τη δημοσιονομική θέση κάθε χώρας από το 2015 έως το 2024, καθώς και προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα έτη 2025-2026.
Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, οι πραγματοποιήσεις κατά το έτος αναφοράς (2024) αξιολογούνται υπό το πρίσμα των επιδόσεων της εξεταζόμενης χώρας κατά την τελευταία δεκαετία. Αρχικά εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του ελλείμματος. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι η μεταβολή του ετήσιου λόγου του ελλείμματος μιας χώρας επηρεάζεται συνήθως από ποικίλους παράγοντες. Οι επιδράσεις μπορούν να διακριθούν σε “κυκλικές”, οι οποίες αντανακλούν την αντίδραση των ελλειμμάτων στις μεταβολές του οικονομικού κύκλου, και σε “μη κυκλικές”, οι οποίες θεωρείται ότι αντανακλούν διαρθρωτικού χαρακτήρα ή μόνιμες προσαρμογές ύστερα από τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι εν λόγω μη κυκλικές επιδράσεις, όπως ποσοτικοποιούνται στην παρούσα έκθεση, δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να θεωρείται ότι αντανακλούν αποκλειστικά κάποια διαρθρωτική μεταβολή της δημοσιονομικής κατάστασης, διότι περιλαμβάνουν και επιδράσεις οφειλόμενες σε μέτρα πολιτικής και σε ειδικούς παράγοντες που επηρεάζουν μόνο πρόσκαιρα το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του δημόσιου χρέους κατά την επισκοπούμενη περίοδο, καθώς και οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή. Πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ και επιτοκίων, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού και η προσαρμογή ελλείμματος-χρέους. Αυτή η αναλυτική οπτική παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έκταση της επίδρασης που άσκησε το μακροοικονομικό περιβάλλον, και ειδικότερα ο συνδυασμός ανάπτυξης και επιτοκίων, στη δυναμική του χρέους. Επιπλέον, εξετάζεται η διάρθρωση του δημόσιου χρέους, με ιδιαίτερη έμφαση στο ποσοστό του χρέους που είναι βραχυπρόθεσμο και στο ποσοστό που έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, καθώς και στην εξέλιξή τους. Η σύγκριση αυτών των ποσοστών με το τρέχον επίπεδο του λόγου του χρέους καταδεικνύει την ευαισθησία των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων στις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων.
Με την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2024 τέθηκαν νέοι κανόνες για την ενεργοποίηση διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος με βάση το κριτήριο του χρέους (ΔΥΕ). Ενώ οι κανόνες για την ενεργοποίηση της ΔΥΕ με βάση το κριτήριο του ελλείμματος παραμένουν εν πολλοίς αμετάβλητοι, οι κανόνες για την ενεργοποίηση της ΔΥΕ με βάση το κριτήριο του του χρέους τροποποιήθηκαν όπως περιγράφεται στο Πλαίσιο 2. Ωστόσο, το 2025 και έως την καταληκτική ημερομηνία των στατιστικών στοιχείων δεν είχαν ενεργοποιηθεί ΔΥΕ με βάση το κριτήριο του χρέους σύμφωνα με τις πραγματοποιήσεις του 2024, καθώς η πορεία των καθαρών δαπανών – όπως καθορίζεται από το Συμβούλιο – καλύπτει τη στρατηγική δημοσιονομικής πολιτικής από το 2025 και εξής.
Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ενεργοποιήθηκε για την περίοδο 2020-2023, και τον Απρίλιο του 2025 το Συμβούλιο της ΕΕ υπέβαλε συντονισμένο αίτημα για την ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής. Η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής επέτρεψε στα κράτη-μέλη να αποκλίνουν από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις που κανονικά θα εφαρμόζονταν προκειμένου να διευκολυνθεί η υιοθέτηση των αναγκαίων μέτρων συντονισμού των πολιτικών στο πλαίσιο της πανδημίας και του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, και υπό το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Κατόπιν, στις 19 Μαρτίου 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη συντονισμένη ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής, επιτρέποντας στις χώρες να αποκλίνουν από την εγκεκριμένη πορεία των καθαρών δαπανών τους, ώστε να δημιουργηθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες. Ειδικότερα, η Επιτροπή δήλωσε ότι “ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η απειλή που συνιστά για την ευρωπαϊκή ασφάλεια εντάσσονται στις έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου των κρατών-μελών και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά των κρατών-μελών μέσω της συναφούς πραγματοποιηθείσας ή/και προγραμματισμένης αύξησης των αμυντικών δαπανών”.[13] Στις 30 Απριλίου 2025 το Συμβούλιο εξέδωσε δήλωση σχετικά με το συντονισμένο αίτημά του για την ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής.[14] Τότε, 16 κράτη-μέλη είχαν αποφασίσει να ζητήσουν την ενεργοποίηση της ρήτρας αυτής, η οποία καλύπτει περίοδο τεσσάρων ετών και προσφέρει ευελιξία που αντιστοιχεί σε έως και 1,5% του ΑΕΠ.
Όσον αφορά τις προοπτικές για το μέλλον, εξετάζονται οι πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2025-2026 και η αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων προκλήσεων για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει τις προοπτικές για τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τους λόγους του χρέους με βάση τις τρέχουσες δημοσιονομικές πολιτικές. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που συνδέονται με τη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και στους ευρύτερους τομείς στους οποίους θα απαιτηθεί δημοσιονομική προσαρμογή στο μέλλον, ιδίως σ’ αυτούς που συνδέονται με το ζήτημα των μη κεφαλαιοποιητικών δημόσιων συστημάτων συντάξεων, σε συνάρτηση προς τις δημογραφικές εξελίξεις, και με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του Δημοσίου. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα των χωρών περιγράφονται στα εθνικά δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδιά τους, τα οποία έχουν δημοσιευθεί από το φθινόπωρο του 2024. Τα σχέδια αυτά παρουσιάζουν την πορεία των καθαρών δαπανών σε μια περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων ετών και περιγράφουν τις δημοσιονομικές στρατηγικές της κυβέρνησης από το 2025.
Όσον αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ περιγράφονται στο Πλαίσιο 3.
Πλαίσιο 3
Η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τρίτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ”.
Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της συμμετοχής στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση της εν λόγω Συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος-μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, τελευταία έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος-μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του ευρώ με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Όσον αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ΕΚΤ εξετάζει εάν η χώρα έχει συμμετάσχει στον ΜΣΙ ΙΙ (ο οποίος διαδέχθηκε τον ΜΣΙ τον Ιανουάριο του 1999) κατά τα δύο τουλάχιστον έτη πριν από την εξέταση χωρίς σοβαρές εντάσεις και συγκεκριμένα χωρίς υποτίμηση της κεντρικής της ισοτιμίας έναντι του ευρώ. Σε περιπτώσεις μικρότερων περιόδων συμμετοχής, εξετάζεται η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη διάρκεια μιας διετούς περιόδου αναφοράς.
Η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ κρίνεται με γνώμονα κυρίως το εάν η συναλλαγματική ισοτιμία διαμορφώνεται κοντά στην κεντρική ισοτιμία στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, ενώ παράλληλα λαμβάνονται υπόψη και οι παράγοντες που οδήγησαν σε τυχόν ανατίμηση, προσέγγιση που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν. Σχετικώς σημειώνεται ότι το εύρος των περιθωρίων διακύμανσης εντός του ΜΣΙ ΙΙ δεν προδικάζει την εξέταση του κριτηρίου που αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Επιπλέον, το ζήτημα της απουσίας “σοβαρής έντασης” αξιολογείται γενικώς ως εξής: (α) εξετάζεται ο βαθμός απόκλισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών από τις κεντρικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, (β) χρησιμοποιούνται δείκτες όπως η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ και η τάση της, καθώς και οι διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ και η εξέλιξή τους, (γ) αξιολογείται ο ρόλος των παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος και (δ) μελετάται ο ρόλος των προγραμμάτων διεθνούς οικονομικής στήριξης για τη σταθεροποίηση του νομίσματος.
Ως περίοδος αναφοράς στην παρούσα έκθεση λαμβάνεται το διάστημα από τις 20 Μαΐου 2023 έως 19 Μαΐου 2025. Οι διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες στις οποίες γίνεται αναφορά είναι οι επίσημες ισοτιμίες αναφοράς της ΕΚΤ (βλ. Κεφάλαιο 5 του αγγλικού πρωτοτύπου).
Εκτός από τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ και την εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ, εξετάζονται συνοπτικά και ενδείξεις σχετικά με τη διατηρησιμότητα της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται από την εξέλιξη των πραγματικών σταθμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και του ισοζυγίου πληρωμών (τρεχουσών συναλλαγών, κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών συναλλαγών). Επίσης εξετάζονται η εξέλιξη του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση σε μακρότερες περιόδους. Η ενότητα που αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξετάζει επιπλέον τον βαθμό ενσωμάτωσης της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η ενσωμάτωση αξιολογείται από την άποψη τόσο του εξωτερικού εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) όσο και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, η ενότητα αυτή αναφέρει επίσης κατά πόσον η υπό εξέταση χώρα έχει προσφύγει σε προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας από την κεντρική τράπεζας ή σε προγράμματα στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών της κατά τη διετία αναφοράς. Λαμβάνεται υπόψη τόσο η πραγματική όσο και η προληπτική στήριξη.
Όσον αφορά την εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 4.
Πλαίσιο 4
Η εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τέταρτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος-μέλος για το οποίο ισχύει παρέκκλιση και της συμμετοχής του στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων”.
Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της εν λόγω Συνθήκης σημαίνει ότι το υπό παρατήρηση κράτος-μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:
Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο” που παρατηρείται “επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση”, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο υπολογίστηκε ως ο αριθμητικός μέσος όρος του τελευταίου δωδεκαμήνου για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τον ΕνΔΤΚ. Η περίοδος αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση (Μάιος 2024-Απρίλιος 2025), συμπίπτει με την περίοδο αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών.
Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών-μελών που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών (βλ. Πλαίσιο 1). Κατά την περίοδο αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των τριών κρατών-μελών με τον χαμηλότερο ρυθμό πληθωρισμού που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών ήταν 2,9% (Φιλανδία), 2,8% (Ιρλανδία) και 3,7% (Ιταλία). Άρα το μέσο επιτόκιο είναι 3,1% και, αφού προστεθούν 2 ποσοστιαίες μονάδες, προκύπτει τιμή αναφοράς 5,1%.[15]
Όπως προαναφέρθηκε, στη Συνθήκη γίνεται ρητή αναφορά στη “διάρκεια της σύγκλισης” που αντανακλάται στο επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Έτσι, οι εξελίξεις κατά την περίοδο αναφοράς (Μάιος 2024-Απρίλιος 2025) εξετάζονται σε συνδυασμό με την πορεία των μακροπρόθεσμων επιτοκίων την τελευταία δεκαετία (ή την περίοδο για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) και τους κυριότερους παράγοντες που ευθύνονται για τις διαφορές έναντι του μέσου μακροπρόθεσμου επιτοκίου που επικρατεί στη ζώνη του ευρώ. Κατά την περίοδο αναφοράς το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο της ζώνης του ευρώ μπορεί να αντανακλούσε εν μέρει τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου διαφόρων χωρών της ζώνης του ευρώ. Ως εκ τούτου, για λόγους σύγκρισης χρησιμοποιείται επίσης και η απόδοση των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ κατηγορίας ΑΑΑ (δηλ. το μακροπρόθεσμο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων ΑΑΑ της ζώνης του ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται οι χώρες με πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ). Ως υπόβαθρο για αυτή την ανάλυση, η έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι πληροφορίες βασίζονται σε τρεις διαφορετικούς δείκτες (αξία των κυκλοφορούντων χρεογράφων που έχουν εκδοθεί από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών και χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα από τα ΝΧΙ), οι οποίοι, σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν ένα μέτρο του μεγέθους των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η έκθεση πρέπει να λαμβάνει υπόψη και διάφορους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Πλαίσιο 5). Σημειώνεται ότι στις 13 Δεκεμβρίου 2011 τέθηκε σε ισχύ ενισχυμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 121(6) της Συνθήκης, προκειμένου να διασφαλιστεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Το Πλαίσιο 5 παρουσιάζει εν συντομία αυτές τις νομοθετικές διατάξεις και πώς αντιμετωπίζονται οι προαναφερθέντες πρόσθετοι παράγοντες κατά την αξιολόγηση της σύγκλισης από την ΕΚΤ.
Πλαίσιο 5
Άλλοι σχετικοί παράγοντες
1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης: “Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνουν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης των αγορών, την κατάσταση και την εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και μια εξέταση των εξελίξεων του κατά μονάδα κόστους εργασίας και άλλων δεικτών τιμών”.
Σημειώνεται σχετικά ότι η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου 2011. Βασιζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 121(6) της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκριναν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που περιγράφεται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου της Συνθήκης. Οι κανόνες αυτοί εγκρίθηκαν “προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών” (άρθρο 121(3)), καθώς υπάρχει “ανάγκη να αντληθούν διδάγματα από την πρώτη δεκαετία λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και, ειδικότερα, χρειάζεται βελτιωμένη διακυβέρνηση στην Ένωση, η οποία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση μεγαλύτερο εθνικό ενστερνισμό”.[16] Η δέσμη νομοθετικών μέτρων περιλαμβάνει ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας (τη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών – ΔΜΑ), σκοπός του οποίου είναι να αποτρέπει υπερβολικές μακροοικονομικές και μακροχρηματοοικονομικές ανισορροπίες βοηθώντας τα αποκλίνοντα κράτη-μέλη της ΕΕ να καταρτίζουν σχέδια για τη διόρθωση των αποκλίσεων, προτού αυτές παγιωθούν.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Σύμφωνα με την πρακτική που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν, οι πρόσθετοι παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης εξετάζονται στο Κεφάλαιο 4 (βλ. αγγλικό πρωτότυπο), στις ενότητες που εξετάζουν τα επιμέρους κριτήρια που περιγράφονται στα Πλαίσια 1 έως 4. Για λόγους πληρότητας, και το Κεφάλαιο 4 παρουσιάζει τους δείκτες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων για τη Βουλγαρία (αναφορικά και με τα όρια προειδοποίησης). Κατ’ αυτό τον τρόπο, εξασφαλίζεται η παροχή όλων των διαθέσιμων πληροφοριών για τον εντοπισμό μακροοικονομικών και μακροχρηματοοικονομικών ανισορροπιών οι οποίες μπορεί να δυσχεραίνουν την επίτευξη του υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης που απαιτεί το άρθρο 140(1) της Συνθήκης. Ιδίως κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση τα οποία υπάγονται σε διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν επιτύχει τον υψηλό βαθμό σταθερής σύγκλισης τον οποίο απαιτεί το άρθρο 140(1) της Συνθήκης.
2.2 Συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς τις Συνθήκες
2.2.1 Εισαγωγή
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η ΕΚΤ (όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) υποχρεούται να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιέχουν εξέταση του κατά πόσον η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους-μέλους με παρέκκλιση, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της οικείας ΕθνΚΤ, είναι συμβατή προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης και προς τα σχετικά άρθρα του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Αυτή η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει η Συνθήκη στα κράτη-μέλη με παρέκκλιση, είναι γνωστή και ως “νομική σύγκλιση”.
Όταν αξιολογεί τη νομική σύγκλιση, η ΕΚΤ δεν περιορίζεται σε τυπική αξιολόγηση του γράμματος του νόμου, αλλά δύναται να εξετάσει και κατά πόσον η εφαρμογή των συναφών διατάξεων συνάδει προς το πνεύμα των Συνθηκών και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Η ΕΚΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για τυχόν ενδείξεις ότι ασκούνται πιέσεις στα όργανα λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών, κάτι που θα ήταν ασύμβατο προς το πνεύμα της Συνθήκης όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.
Η ΕΚΤ θεωρεί επίσης αναγκαία την ομαλή και συνεχή λειτουργία των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών οφείλουν ειδικότερα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε περίπτωση που κενωθεί θέση μέλους αποφασιστικού οργάνου μιας ΕθνΚΤ, να διασφαλίζουν τον έγκαιρο διορισμό νέου μέλους σε αντικατάσταση αυτού.[17]
Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις προτού αποφανθεί οριστικά ότι η εθνική νομοθεσία ενός κράτους-μέλους είναι συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.
Κράτος-μέλος με παρέκκλιση και νομική σύγκλιση
Η Βουλγαρία, η εθνική νομοθεσία της οποίας εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, είναι κράτος-μέλος με παρέκκλιση, δηλ. δεν έχει υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Το άρθρο 5[18] της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι η Βουλγαρία συμμετέχει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, από την ημερομηνία προσχώρησης, ως κράτος-μέλος με παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 139 της Συνθήκης.
Η αξιολόγηση της νομικής σύγκλισης έχει σκοπό να διευκολύνει το Συμβούλιο να αποφασίσει ποια κράτη-μέλη πληρούν “τις υποχρεώσεις τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης” (άρθρο 140(1) της Συνθήκης). Στον νομικό τομέα, οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν ειδικότερα την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και τη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα.
Διάρθρωση της νομικής αξιολόγησης
Η νομική αξιολόγηση ακολουθεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο των προηγούμενων εκθέσεων της ΕΚΤ και του ΕΝΙ για τη νομική σύγκλιση.[19]
Κατά την εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας λαμβάνονται υπόψη τα νομοθετικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί πριν από τις Τρίτη, 15 Απριλίου 2025.
2.2.2 Αντικείμενο προσαρμογής
Τομείς προσαρμογής
Προκειμένου να προσδιοριστούν οι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, εξετάζονται τα εξής θέματα:
- η συμβατότητα προς τις διατάξεις της Συνθήκης (άρθρο 130) και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ (άρθρα 7 και 14.2) σχετικά με την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ, καθώς και των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων και των Διοικητών των ΕθνΚΤ,
- η συμβατότητα προς τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας (άρθρο 37 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ),
- η συμβατότητα προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης (άρθρο 123 της Συνθήκης) και της προνομιακής πρόσβασης (άρθρο 124 της Συνθήκης),
- η συμβατότητα προς τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ, όπως απαιτείται από το δίκαιο της ΕΕ, και
- η νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα (ιδίως όσον αφορά τα άρθρα 12.1 και 14.3 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ).
“Συμβατότητα” έναντι “εναρμόνισης”
Το άρθρο 131 της Συνθήκης ορίζει ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” με τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ. Κάθε ασυμβατότητα μεταξύ τους πρέπει συνεπώς να διορθώνεται. Η ανάγκη συμμόρφωσης προς αυτή την υποχρέωση δεν θίγεται ούτε από το γεγονός ότι οι Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ κατισχύουν της εθνικής νομοθεσίας ούτε από τη φύση της ασυμβατότητας.
Η επιταγή βάσει της οποίας η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” με τη Συνθήκη και το Καταστατικό δεν σημαίνει ότι η Συνθήκη απαιτεί “εναρμόνιση” των καταστατικών των ΕθνΚΤ μεταξύ τους ή με το Καταστατικό του ΕΣΚΤ. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται στον βαθμό που δεν αντιβαίνουν στην αρμοδιότητα επί νομισματικών θεμάτων η οποία έχει εκχωρηθεί αμετάκλητα στην ΕΕ. Πράγματι, το άρθρο 14.4 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ επιτρέπει στις ΕθνΚΤ να εκτελούν και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών που καθορίζει το ίδιο Καταστατικό, εφόσον αυτές δεν παρακωλύουν τους σκοπούς και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ.[20] Διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που επιτρέπουν τέτοιες πρόσθετες λειτουργίες αποτελούν σαφές παράδειγμα περιπτώσεων όπου οι διαφορές μπορούν να διατηρηθούν. Αντίθετα, ο όρος “συμβατή” σημαίνει ότι πρέπει να γίνει προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και των καταστατικών των ΕθνΚΤ ώστε να εξαλειφθούν οι ασυμβατότητες προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και να εξασφαλιστεί ο αναγκαίος βαθμός ενσωμάτωσης των ΕθνΚΤ στο ΕΣΚΤ. Ειδικότερα, θα πρέπει να γίνει προσαρμογή όλων των διατάξεων που αντιβαίνουν στην ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ, όπως αυτή ορίζεται στη Συνθήκη, και στον ρόλο της ΕθνΚΤ ως αναπόσπαστου μέρους του ΕΣΚΤ. Δεν αρκεί συνεπώς η επίκληση της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ έναντι της εθνικής νομοθεσίας προκειμένου να εκπληρωθεί η ανωτέρω προϋπόθεση.
Η υποχρέωση κατά το άρθρο 131 της Συνθήκης καλύπτει μόνο περιπτώσεις ασυμβατότητας προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ. Ωστόσο, όσες εθνικές νομοθετικές διατάξεις δεν είναι συμβατές προς παράγωγο δίκαιο της ΕΕ συναφές με τους τομείς προσαρμογής που εξετάζονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν προς αυτό. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν θίγει την υποχρέωση προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Αυτή η γενική επιταγή απορρέει όχι μόνο από το άρθρο 131 της Συνθήκης, αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[21]
Οι Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ δεν υποδεικνύουν με ποιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζεται η εθνική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, η συμβατότητα μπορεί να επιτευχθεί είτε με την κατάργηση εθνικών νομοθετικών διατάξεων που δεν συνάδουν με το δίκαιο της ΕΕ, είτε με παραπομπές στις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, είτε, κατ’ εξαίρεση, με την ενσωμάτωση διατάξεων της Συνθήκης και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και μνεία της πηγής τους, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Κατά κανόνα, θα πρέπει να αποφεύγεται η αναπαραγωγή σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή στην έννομη τάξη του κράτους-μέλους με το ίδιο λεκτικό.[22] Η εν λόγω αναπαραγωγή ενδέχεται να δημιουργήσει αβεβαιότητα τόσο ως προς τη νομική φύση και την προέλευση των εφαρμοστέων διατάξεων όσο και ως προς την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την αρχή της ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου σε ολόκληρη την ΕΕ.[23] Επιπλέον, εάν μια εθνική διάταξη χρησιμοποιεί διαφορετικό λεκτικό από εκείνο της σχετικής διάταξη της Ένωσης, δημιουργεί δικό της κανονιστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης σε θέματα νομισματικής πολιτικής σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες, υπό το πρίσμα του σκοπού και του περιεχομένου τους, θέτουν νομικούς κανόνες που διέπουν τη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος, εκτός εάν τα κράτη-μέλη έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο.[24] Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της νομισματικής πολιτικής δεν περιορίζεται στη λειτουργική εφαρμογή της, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, αποτελεί ένα από τα βασικά καθήκοντα του Ευρωσυστήματος. Έχει επίσης μια κανονιστική διάσταση που αποσκοπεί στη διασφάλιση του καθεστώτος του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος.[25]
Σε εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δυνατή η αυτούσια αναπαραγωγή σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή στην έννομη τάξη του κράτους-μέλους για λόγους συνοχής και καλύτερης κατανόησης από τα πρόσωπα που αφορούν. Όταν υφίστανται τέτοιου είδους περιστάσεις που επιτρέπουν την αναπαραγωγή διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αναπαράγονται επακριβώς και χωρίς να αλλάζει το λεκτικό.[26] Επιπλέον, οι διατάξεις θα πρέπει να αναπαράγονται μόνο στον βαθμό που το δικαιολογούν οι εξαιρετικές περιστάσεις. Ωστόσο, οι ως άνω εξαιρετικές περιστάσεις δεν συντρέχουν όταν οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή είναι επαρκώς συνεκτικές και πλήρεις και ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαία η επανάληψή τους ή η αποτύπωσή τους στο εθνικό δίκαιο.[27] Όταν οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή είναι απλώς συναφείς με τους τομείς που καλύπτονται από το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δίκαιο δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε αυτές. Στον βαθμό που το εθνικό δίκαιο αναπαράγει, όταν είναι αναγκαίο για τους προαναφερθέντες λόγους, διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που έχουν ευθεία εφαρμογή, θα πρέπει ρητώς να το αναφέρει και να διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του είναι είτε “σε συμφωνία” είτε “σε συμμόρφωση” με τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, σε περιπτώσεις όπου οι τελευταίες απλώς αναπαράγονται για να εντάξουν το εθνικό δίκαιο στο ευρύτερο πλαίσιο, ή “με την επιφύλαξη” των σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, σε περιπτώσεις όπου μια εθνική αρχή ασκεί αρμοδιότητες εκτός και πέρα αυτών που ασκούνται εντός του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος.[28]
Επιπλέον, προκειμένου να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη-μέλη πρέπει να ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ όσον αφορά σχέδια νομοθετικών διατάξεων στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τα άρθρα 127(4) και 282(5) της Συνθήκης και το άρθρο 4 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Η Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου[29] απαιτεί ρητώς από τα κράτη-μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.
2.2.3 Ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ
Όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να έχει προσαρμοστεί ώστε να συνάδει προς τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και οι εν λόγω προσαρμογές έπρεπε να έχουν τεθεί σε ισχύ έως την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 αντίστοιχα.[30] Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές το αργότερο μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ, την 1η Ιουνίου 1998.
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών
Τον Νοέμβριο του 1995 το ΕΝΙ συνέταξε κατάλογο με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών (επακολούθησε λεπτομερής περιγραφή τους στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998), τα οποία αποτέλεσαν τότε τη βάση για την αξιολόγηση της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών, ιδίως των καταστατικών των ΕθνΚΤ. Η έννοια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών περιλαμβάνει διάφορους τύπους ανεξαρτησίας που πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, δηλ. τη λειτουργική, τη θεσμική, την προσωπική και την οικονομική ανεξαρτησία. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι πτυχές της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αναλύθηκαν διεξοδικότερα στις γνώμες που εξέδωσε η ΕΚΤ. Αυτές αποτελούν και τη βάση για την αξιολόγηση του βαθμού σύγκλισης της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών με παρέκκλιση προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.
Λειτουργική ανεξαρτησία
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά απαραίτητο μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος πρέπει να έχει οριστεί με σαφήνεια και να υπερισχύει κάθε άλλου σκοπού. Για να υπάρχει λειτουργική ανεξαρτησία, ο πρωταρχικός σκοπός κάθε ΕθνΚΤ πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να υπάρχει σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου και να συνάδει πλήρως προς τον πρωταρχικό σκοπό που καθιερώνει η Συνθήκη, δηλ. τη σταθερότητα των τιμών. Προς τούτο θα πρέπει να παρέχονται στην ΕθνΚΤ τα αναγκαία μέσα και εργαλεία ώστε να επιτυγχάνει αυτό τον σκοπό ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η επιταγή της Συνθήκης περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αντανακλά τη γενικώς κρατούσα άποψη ότι ο πρωταρχικός σκοπός, που είναι η σταθερότητα των τιμών, υπηρετείται καλύτερα από ένα πλήρως ανεξάρτητο ίδρυμα με επακριβώς καθορισμένη αποστολή. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι απόλυτα συμβατή με την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους, η οποία συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το καθεστώς ανεξαρτησίας τους. Αυτό προϋποθέτει διαφάνεια και διάλογο με τρίτους.
Σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο, η Συνθήκη δεν διευκρινίζει πότε οι ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τον πρωταρχικό σκοπό της σταθερότητας των τιμών, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 127(1) και 282(2) της Συνθήκης και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Όσον αφορά τα κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ μετά την εισαγωγή του ευρώ, δεν είναι σαφές κατά πόσον αυτή η υποχρέωση ισχύει από την ημερομηνία προσχώρησης ή από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ από τα εν λόγω κράτη-μέλη. Ενώ το άρθρο 127(1) της Συνθήκης δεν ισχύει για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση (βλ. άρθρο 139(2)(γ) της Συνθήκης), το άρθρο 2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ ισχύει για αυτά (βλ. άρθρο 42.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ). Η ΕΚΤ φρονεί ότι η υποχρέωση των ΕθνΚΤ να έχουν ως πρωταρχικό σκοπό τους τη σταθερότητα των τιμών ισχύει από την 1η Ιουνίου 1998 για τη Σουηδία και από την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 για τα κράτη-μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία από τις κατευθυντήριες αρχές της ΕΕ, δηλ. η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών (άρθρο 119 της Συνθήκης), ισχύει και για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση. Βασίζεται επίσης σε έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης, σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη-μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιτύχουν μακροοικονομική σύγκλιση, συμπεριλαμβανομένης της σταθερότητας των τιμών, προς την οποία άλλωστε κατατείνουν και οι τακτικές εκθέσεις της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται στο σκεπτικό που υπαγορεύει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με το οποίο η ανεξαρτησία δικαιολογείται μόνο όταν η σταθερότητα των τιμών αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό.
Οι αξιολογήσεις κατά χώρα στην παρούσα έκθεση βασίζονται στα παραπάνω συμπεράσματα σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο της υποχρέωσης των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση να θέτουν τη σταθερότητα των τιμών ως τον πρωταρχικό τους σκοπό.
Θεσμική ανεξαρτησία
Η θεσμική ανεξαρτησία αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 130 της Συνθήκης και στο άρθρο 7 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Αυτά τα δύο άρθρα απαγορεύουν στις ΕθνΚΤ και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεών τους να ζητούν ή να δέχονται υποδείξεις από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κυβερνήσεις κρατών-μελών ή οποιοδήποτε άλλον φορέα. Απαγορεύουν επίσης σε όργανα, οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της ΕΕ και σε κυβερνήσεις κρατών-μελών να επιδιώκουν να ασκούν επιρροή σε εκείνα τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μπορούν με τις αποφάσεις τους να επηρεάσουν την εκ μέρους των ΕθνΚΤ εκπλήρωση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ. Προκειμένου η εθνική νομοθεσία να αναπαράγει το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, θα πρέπει να αντανακλά και τις δύο απαγορεύσεις και να μην περιορίζει το πεδίο εφαρμογής τους.[31] Η αναγνώριση αυτής της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών δεν συνεπάγεται ότι αυτές εξαιρούνται από κάθε κανόνα δικαίου ή ότι είναι ανεπηρέαστες από κάθε είδους νομοθεσία.[32]
Ανεξαρτήτως του αν μια ΕθνΚΤ έχει συσταθεί και λειτουργεί ως κρατικός οργανισμός, ως ιδιάζον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή απλώς ως ανώνυμος εταιρία, υπάρχει κίνδυνος ο ιδιοκτήτης της να ασκεί επιρροή στη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων σχετικών με τα καθήκοντα που αφορούν το ΕΣΚΤ, λόγω της ιδιοκτησιακής σχέσης.[33] Η επιρροή αυτή, είτε ασκείται μέσω των δικαιωμάτων των μετόχων είτε με άλλο τρόπο, είναι δυνατόν να θίγει την ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ και ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζεται διά νόμου.
Το νομικό πλαίσιο των κεντρικών τραπεζών πρέπει να παρέχει μια σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση για τη λειτουργία μιας κεντρικής τράπεζας. Συχνές μεταβολές του θεσμικού πλαισίου μιας ΕθνΚΤ, οι οποίες επηρεάζουν τη σταθερότητά της σε επίπεδο οργάνωσης και διακυβέρνησης, θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τη θεσμική ανεξαρτησία της εν λόγω ΕθνΚΤ.[34]
Η θεσμική ανεξαρτησία θα πρέπει επίσης να γίνεται σεβαστή ακόμη και σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η προσωρινή και κατ’ εξαίρεση άσκηση εξουσιών που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΚΤ από τις εθνικές αρχές μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 347 της Συνθήκης. Κατά την αξιολόγηση της συνδρομής αυτών των προϋποθέσεων, ως κρίσιμος χρόνος λαμβάνεται η ημερομηνία έγκρισης του μέτρου. Δεδομένης της εξαιρετικής φύσεως του άρθρου 347 της Συνθήκης, τα κράτη-μέλη δεν θα πρέπει να θεσπίζουν προληπτική νομοθεσία αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του λόγω άρθρου.[35]
Απαγόρευση υποδείξεων
Το δικαίωμα τρίτων να παρέχουν υποδείξεις στις ΕθνΚΤ, στα όργανα λήψεως αποφάσεών τους ή στα μέλη αυτών όσον αφορά καθήκοντα σχετικά με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.
Οποιαδήποτε συμμετοχή μιας ΕθνΚΤ στην εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να είναι συμβατή προς τη Συνθήκη, δηλ. οι λειτουργίες των ΕθνΚΤ πρέπει να εκτελούνται κατά τρόπο πλήρως συμβατό προς τη λειτουργική, τη θεσμική και την οικονομική ανεξαρτησία τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους με βάση τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.[36] Στον βαθμό που η εθνική νομοθεσία προβλέπει ρόλο της ΕθνΚΤ πέραν των συμβουλευτικών λειτουργιών και απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων καθηκόντων εκ μέρους της ΕθνΚΤ, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτά δεν επηρεάζουν από λειτουργικής και οικονομικής πλευράς την ικανότητα της ΕθνΚΤ να εκτελεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της.[37] Επιπλέον, όταν μετέχουν εκπρόσωποι της ΕθνΚΤ σε συλλογικά εποπτικά όργανα λήψεως αποφάσεων ή άλλες αρχές, πρέπει να λαμβάνεται δέουσα μέριμνα για τα εχέγγυα προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.[38]
Απαγόρευση έγκρισης, αναστολής, ακύρωσης ή αναβολής αποφάσεων
Το δικαίωμα οποιουδήποτε τρίτου να εγκρίνει, να αναστέλλει, να ακυρώνει ή να αναβάλλει αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ όσον αφορά καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.[39]
Απαγόρευση προληπτικού ελέγχου αποφάσεων για νομικούς λόγους
Το δικαίωμα οποιουδήποτε οργάνου, πέραν των ανεξάρτητων δικαστηρίων, να ασκεί προληπτικό έλεγχο για νομικούς λόγους σε αποφάσεις που αφορούν την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, καθώς η εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν υπόκειται σε επαναξιολόγηση σε πολιτικό επίπεδο. Το δικαίωμα του Διοικητή μιας ΕθνΚΤ να αναστέλλει για νομικούς λόγους την εφαρμογή αποφάσεων του ΕΣΚΤ ή οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ και εν συνεχεία να τις παραπέμπει σε πολιτικά όργανα για να λάβουν οριστική απόφαση ισοδυναμεί με το να ζητά υποδείξεις από τρίτους.
Απαγόρευση συμμετοχής σε όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου
Δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ η συμμετοχή εκπροσώπων τρίτων στα όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου σε θέματα εκτέλεσης καθηκόντων της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ακόμη και αν η ψήφος αυτή δεν είναι αποφασιστική.[40] Μια τέτοια συμμετοχή, ακόμη και χωρίς δικαίωμα ψήφου, δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ όταν παρεμβαίνει στην εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ από το εν λόγω όργανο λήψεως αποφάσεων ή όταν θέτει σε κίνδυνο τη συμμόρφωση προς το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[41]
Απαγόρευση εκ των προτέρων διαβούλευσης σχετικά με απόφαση μιας ΕθνΚΤ
Ρητή καταστατική διάταξη που υποχρεώνει την ΕθνΚΤ να συμβουλεύεται εκ των προτέρων τρίτους σχετικά με τις αποφάσεις της παρέχει σ' αυτούς τους τρίτους έναν επίσημο μηχανισμό ώστε να επηρεάζουν την τελική απόφαση, και συνεπώς είναι ασύμβατη προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.
Πάντως, ο διάλογος μεταξύ μιας ΕθνΚΤ και τρίτων, ακόμη και όταν βασίζεται σε καταστατικές υποχρεώσεις περί παροχής πληροφοριών και ανταλλαγής απόψεων, είναι συμβατός προς την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι:
- δεν καταλήγει σε παρακώλυση της ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ,
- γίνεται πλήρως σεβαστό το ειδικό καθεστώς που διέπει τους Διοικητές των ΕθνΚΤ ως μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και
- τηρούνται οι επιταγές περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τις διατάξεις του Καταστατικού.[42]
Απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη
Καταστατικές διατάξεις που αφορούν την εκ μέρους τρίτων (π.χ. κυβερνήσεων) απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη (π.χ. σε σχέση με τον οικονομικό απολογισμό) πρέπει να περιέχουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες ώστε η εξουσία αυτή να μην επηρεάζει δυσμενώς τη δυνατότητα του μέλους της εν λόγω ΕθνΚΤ να αποφασίζει ανεξάρτητα επί θεμάτων σχετικών με το ΕΣΚΤ (ή να εφαρμόζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΣΚΤ). Συνιστάται η εισαγωγή σχετικής ρητής διάταξης στα καταστατικά των ΕθνΚΤ.
Προσωπική ανεξαρτησία
Το άρθρο 130 της Συνθήκης και τα άρθρα 7 και 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ διασφαλίζουν περαιτέρω την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, με ειδικές διατάξεις για τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων και τους Διοικητές των ΕθνΚΤ. Οι Διοικητές είναι μέλη του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και γίνονται μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου από τη στιγμή που τα αντίστοιχα κράτη-μέλη υιοθετούν το ευρώ. Οι Διοικητές δεν μπορούν να θεωρούνται εκπρόσωποι κράτους-μέλους όταν ασκούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.[43] Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ ορίζει ότι τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ειδικότερα ότι η θητεία του διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Το άρθρο επίσης παρέχει προστασία κατά της αυθαίρετης απαλλαγής των Διοικητών από τα καθήκοντά τους, προβλέποντας αυτή είναι δυνατή μόνο εάν δεν πληρούν πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εάν διαπράξουν βαρύ παράπτωμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει την εξουσία να ακυρώσει την εθνική απόφαση που έχει ληφθεί για απαλλαγή ενός Διοικητή από τα καθήκοντά του.[44] Για τους σκοπούς του άρθρου 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, η παύση ενός Διοικητή μπορεί να ισοδυναμεί ουσιαστικά με απαλλαγή από τα καθήκοντά του.[45] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τη διάταξη αυτή κατά τα ακολούθως οριζόμενα.
Το άρθρο 130 της Συνθήκης απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις και άλλα όργανα να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τροποποιώντας εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επηρεάζουν τις αμοιβές τους. Αυτές οι τροποποιήσεις θα πρέπει, κατ' αρχήν, να ισχύουν μόνο για μελλοντικούς διορισμούς.[46] Ωστόσο, μεταβολές στις αποδοχές των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια – για παράδειγμα μέσω συγκριτικής ανάλυσης των μισθών με σκοπό τη διασφάλιση αναλογικότητας μεταξύ των διαφόρων ιεραρχικών θέσεων μιας ΕθνΚΤ – δεν παραβαίνουν τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας που προβλέπει το άρθρο 130 της Συνθήκης.[47]
Ελάχιστη θητεία Διοικητών
Σύμφωνα με το άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ότι η θητεία του διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Αυτό δεν αποκλείει θητεία μεγαλύτερης διάρκειας, ενώ στην περίπτωση θητείας αόριστης διάρκειας δεν απαιτείται προσαρμογή των καταστατικών εφόσον οι λόγοι απαλλαγής του διοικητή από τα καθήκοντά του είναι σύμφωνοι με τους αναφερόμενους στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Θητεία μικρότερης διάρκειας δεν δικαιολογείται, ακόμη και αν εφαρμόζονται μόνο για μια μεταβατική περίοδο.[48] Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτή δεν διακόπτει την ελάχιστη διάρκεια της θητείας του Διοικητή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, η οποία υπερισχύει έναντι της όποιας ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης θα εφαρμοζόταν άλλως στην περίπτωσή του.[49] Όταν τροποποιείται το καταστατικό της οικείας ΕθνΚΤ, ο τροποποιητικός νόμος πρέπει να διασφαλίζει τη θητεία του διοικητή και άλλων μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.[50]
Λόγοι απαλλαγής διοικητών από τα καθήκοντά τους
Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο Διοικητής δεν μπορεί να παυθεί για λόγους πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Σκοπός αυτής της επιταγής βάσει του εν λόγω άρθρου είναι να αποτρέπει τις αρχές που συμμετέχουν στον διορισμό των διοικητών, ιδίως την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο της αντίστοιχης χώρας από το να παύουν αυθαίρετα τους Διοικητές. Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει είτε να απαλείφουν κάθε ασυμβατότητα προς τους λόγους απαλλαγής των Διοικητών από τα καθήκοντά τους που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, είτε να παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους παύσης (δεδομένου ότι το άρθρο 14.2 έχει ευθεία εφαρμογή).[51] Μετά την εκλογή ή τον διορισμό τους, οι Διοικητές δεν μπορούν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους παρά μόνο υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, έστω και αν δεν έχουν αναλάβει ακόμη τα καθήκοντά τους. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας διοικητής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του αποτελούν αυτόνομες έννοιες του ενωσιακού δικαίου, η εφαρμογή και ερμηνεία τους δεν εξαρτώνται από το εκάστοτε εθνικό πλαίσιο.[52] Εν τέλει, εναπόκειται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του αναθέτει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο, του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, να ερμηνεύει τις έννοιες αυτές.[53]
Διασφάλιση της θητείας και λόγοι απαλλαγής από τα καθήκοντα άλλων (πλην των Διοικητών) μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ
Η εφαρμογή των ίδιων κανόνων για τη διασφάλιση της θητείας και τους λόγους απαλλαγής διοικητών από τα καθήκοντά τους και σε άλλα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ εγγυάται την προσωπική ανεξαρτησία αυτών των προσώπων.[54] Το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ αναφέρονται στα “μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων” των ΕθνΚΤ και όχι ειδικά στους Διοικητές. Αυτό ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις όπου ο Διοικητής είναι “πρώτος μεταξύ ίσων” σε σχέση με τα άλλα μέλη και με ισότιμη ψήφο ή όταν αυτά τα άλλα μέλη μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.
Δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη
Οι Διοικητές και τα άλλα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ πρέπει να έχουν το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητων δικαστηρίων κατά οποιασδήποτε απόφασης περί απαλλαγής αυτών από τα καθήκοντά τους, ούτως ώστε να περιορίζονται τα περιθώρια χρήσης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των πολιτικών οργάνων κατά την αξιολόγηση των λόγων μιας τέτοιας απόφασης.
Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ ορίζει ότι Διοικητής ο οποίος έχει παυθεί μπορεί να προσβάλει τη σχετική απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την εξουσία να ακυρώσει εθνικά μέτρα που προβλέπουν παύση εάν διαπιστωθεί ότι αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης.
Βάσει του άρθρου 130 της Συνθήκης και του άρθρου 7 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει ότι δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά απόφασης για την παύση μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ (πλην των Διοικητών) τα οποία μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.[55] Αυτό το δικαίωμα είναι δυνατόν να ανάγεται σε γενικούς κανόνες δικαίου ή να θεσπίζεται και με ειδική διάταξη. Μολονότι είναι δυνατή η επίκληση των γενικών κανόνων δικαίου, για λόγους ασφάλειας δικαίου θα ήταν σκόπιμο αυτό το δικαίωμα να προβλέπεται και ειδικώς.
Ασφαλιστικές δικλίδες έναντι συγκρούσεων συμφερόντων
Για να υπάρχει προσωπική ανεξαρτησία, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην ανακύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ αφενός των καθηκόντων μελών οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που εμπλέκονται στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ έναντι της οικείας ΕθνΚΤ (και επίσης των Διοικητών έναντι της ΕΚΤ) και αφετέρου άλλων λειτουργιών τις οποίες τυχόν ασκούν τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων και οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπική τους ανεξαρτησία.[56] Η ιδιότητα του μέλους οργάνου λήψεως αποφάσεων εμπλεκόμενου στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι κατ' αρχήν ασυμβίβαστη προς την άσκηση άλλων λειτουργιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων. Ειδικότερα, τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων δεν επιτρέπεται να κατέχουν θέσεις ή να έχουν συμφέροντα που είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις δραστηριότητές τους, δηλ. είτε να κατέχουν θέσεις στην εκτελεστική ή νομοθετική λειτουργία του κράτους ή σε περιφερειακές ή τοπικές διοικητικές αρχές είτε να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται ώστε να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων στην περίπτωση μη εκτελεστικών μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων.
Οικονομική ανεξαρτησία
Η ανεξαρτησία μιας ΕθνΚΤ στο σύνολό της μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο εάν αυτή δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους που να της εξασφαλίζουν αυτονομία κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, δηλ. κατά την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων που της ανατίθενται σύμφωνα με τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.[57]
Τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να περιάγουν τις ΕθνΚΤ σε κατάσταση ανεπάρκειας οικονομικών πόρων και καθαρής κεφαλαιακής θέσης[58] ώστε αυτές να αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους που αφορούν κατά περίπτωση είτε το ΕΣΚΤ είτε το Ευρωσύστημα. Αυτό θα συνέβαινε εάν, για παράδειγμα, μια ΕθνΚΤ δεν έχει τη δυνατότητα να συσσωρεύει επαρκείς οικονομικούς πόρους με τη μορφή αποθεματικών ή αποθεμάτων ασφαλείας για την κάλυψη ζημιών, ιδίως ζημιών που προκύπτουν από πράξεις νομισματικής πολιτικής, και εάν το οικείο κράτος-μέλος δεν διασφαλίζει εκ των προτέρων ότι η ΕθνΚΤ διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια για να αναλάβει την οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από την άσκηση μιας λειτουργίας εκτός του πεδίου του ΕΣΚΤ (π.χ. κεφάλαια απαραίτητα για την καταβολή τυχόν αποζημιώσεων λόγω αστικής ευθύνης σε σχέση με τη συγκεκριμένη λειτουργία) και παράλληλα παραμένει ικανή να εκτελεί αποτελεσματικά και ανεξάρτητα τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ.[59] Σημειωτέον ότι τα άρθρα 28.1 και 30.4 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ προβλέπουν ότι η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να ζητά από τις ΕθνΚΤ να καταβάλλουν πρόσθετες εισφορές στο κεφάλαιό της και να προβαίνουν σε περαιτέρω μεταβιβάσεις συναλλαγματικών διαθεσίμων.[60] Επιπλέον, το άρθρο 33.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ προβλέπει[61] ότι σε περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ και κατά την έκταση που το γενικό αποθεματικό της δεν επαρκεί για την πλήρη κάλυψή της, η ζημία είναι δυνατόν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, να συμψηφίζεται προς το νομισματικό εισόδημα της αντίστοιχης οικονομικής χρήσης κατ’ αναλογία και μέχρι του ποσού που κατανέμεται σε κάθε ΕθνΚΤ. Η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας σημαίνει ότι η συμμόρφωση προς αυτές τις διατάξεις δεν θα πρέπει να θίγει την ικανότητα των ΕθνΚΤ να ασκούν τις λειτουργίες τους.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται επίσης ότι μια ΕθνΚΤ πρέπει να διαθέτει πάντοτε επαρκή κεφαλαιακή βάση. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποφεύγονται περιπτώσεις όπου για παρατεταμένη χρονική περίοδο τα ίδια κεφάλαια της ΕθνΚΤ υπολείπονται του καταστατικού της κεφαλαίου ή και είναι αρνητικά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ζημίες που υπερβαίνουν το ύψος του καταστατικού κεφαλαίου και των αποθεματικών μεταφέρονται στην επόμενη χρήση.[62] Σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η ικανότητα μιας ΕθνΚΤ να εκτελεί τα συναφή με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της. Επιπλέον, μπορεί να κλονιστεί η αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια μιας ΕθνΚΤ υποχωρήσουν σε επίπεδο κάτω του καταστατικού της κεφαλαίου ή σε αρνητικό επίπεδο, το αντίστοιχο κράτος-μέλος θα πρέπει να παράσχει στην ΕθνΚΤ ένα ποσό κατάλληλου ύψους και τουλάχιστον ίσο με το καταστατικό της κεφάλαιο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας. Όσον αφορά την ΕΚΤ, η σημασία του εν λόγω ζητήματος αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο με την έκδοση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1009/2000 του Συμβουλίου.[63] Ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίζει αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ, προκειμένου το κεφάλαιό της να παραμένει επαρκές για την υποστήριξη των λειτουργιών της,[64] οι δε ΕθνΚΤ θα πρέπει να έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν σε τέτοια απόφαση της ΕΚΤ.
Η έννοια της οικονομικής ανεξαρτησίας θα πρέπει να κρίνεται με γνώμονα το αν τρίτοι μπορούν να ασκούν είτε άμεση είτε έμμεση επιρροή όχι μόνο στα καθήκοντα της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, αλλά και στην ικανότητά της να εκπληρώνει την αποστολή της από την άποψη των κατάλληλων οικονομικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ακόλουθες τέσσερις πτυχές της οικονομικής ανεξαρτησίας.[65] Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά της οικονομικής ανεξαρτησίας ως προς τα οποία οι ΕθνΚΤ είναι περισσότερο ευάλωτες σε έξωθεν επιρροές.
Καθορισμός του προϋπολογισμού
Εάν τρίτος έχει εξουσία να καθορίζει ή να επηρεάζει τον προϋπολογισμό μιας ΕθνΚΤ, αυτό είναι ασύμβατο προς την οικονομική ανεξαρτησία, εκτός εάν η νομοθεσία περιέχει ρήτρα διασφάλισης σύμφωνα με την οποία η εξουσία αυτή δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ.[66]
Λογιστικοί κανόνες
Οι λογαριασμοί κάθε ΕθνΚΤ θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με τους γενικούς λογιστικούς κανόνες ή σύμφωνα με κανόνες που ορίζονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεών της. Σε περίπτωση που αυτοί οι κανόνες ορίζονται από τρίτους, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να λαμβάνονται υπόψη τα προταθέντα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.
Οι ετήσιες λογιστικές καταστάσεις πρέπει να εγκρίνονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, με τη συνδρομή ανεξάρτητων ελεγκτών, και είναι δυνατόν να υπόκεινται σε εκ των υστέρων έγκριση από τρίτους (π.χ. την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο). Τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν επί του υπολογισμού των κερδών ανεξάρτητα και σύμφωνα με επαγγελματικά πρότυπα.
Όταν οι εργασίες μιας ΕθνΚΤ υπόκεινται στον έλεγχο κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλου παρόμοιου οργάνου επιφορτισμένου με τον έλεγχο της χρήσης των δημόσιων πόρων, η έκταση του ελέγχου πρέπει να καθορίζεται σαφώς από το νομικό πλαίσιο[67] και να μη θίγει τις δραστηριότητες του ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή της ΕθνΚΤ[68] και επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας, πρέπει να συνάδει προς την απαγόρευση της παροχής υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ και τα όργανα λήψεως αποφάσεων αυτών και να μη συγκρούεται με τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ.[69] Ο έλεγχος εκ μέρους της κρατικής αρχής δεν πρέπει να βασίζεται σε πολιτικά κριτήρια, πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να ακολουθεί αμιγώς επαγγελματικά πρότυπα.[70]
Διανομή κερδών, κεφάλαιο των ΕθνΚΤ και σχηματισμός προβλέψεων
Όσον αφορά τη διανομή των κερδών, το καταστατικό της ΕθνΚΤ μπορεί να ορίζει με ποιον τρόπο διανέμονται τα κέρδη της. Εάν δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις, η απόφαση για τη διάθεση των κερδών πρέπει να λαμβάνεται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ με επαγγελματικά κριτήρια και δεν πρέπει να υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια τρίτων, εκτός εάν με ρητή διάταξη κατοχυρώνεται ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ.[71]
Μεταφορά κερδών στον κρατικό προϋπολογισμό επιτρέπεται μόνο εφόσον έχουν καλυφθεί τυχόν συσσωρευθείσες ζημίες προηγούμενων ετών και έχουν σχηματιστεί οι προβλέψεις που κρίνονται απαραίτητες για τη διασφάλιση της πραγματικής αξίας του κεφαλαίου της ΕθνΚΤ και του ενεργητικού της.[72] Δεν επιτρέπονται προσωρινά ή ad hoc νομοθετικά μέτρα που ισοδυναμούν με παροχή υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ σε σχέση με τη διανομή των κερδών τους.[73] Ομοίως, η επιβολή φόρου στα μη πραγματοποιηθέντα κεφαλαιακά κέρδη μιας ΕθνΚΤ θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της οικονομικής ανεξαρτησίας.[74]
Δεν επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να επιβάλλουν μειώσεις του κεφαλαίου των ΕθνΚΤ χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ΕθνΚΤ διατηρεί επαρκείς οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής της ως μέλους του ΕΣΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127(2) της Συνθήκης και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ. Για τον ίδιο λόγο, οποιαδήποτε τροποποίηση των κανόνων διανομής των κερδών μιας ΕθνΚΤ μπορεί να προταθεί και να αποφασιστεί μόνο σε στενή συνεργασία με την αντίστοιχη ΕθνΚΤ, η οποία είναι η πλέον κατάλληλη να αξιολογήσει το απαιτούμενο ύψος αποθεματικού κεφαλαίου της.[75] Όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων ή αποθεματικών ασφαλείας, οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι ελεύθερες να σχηματίζουν ανεξάρτητα προβλέψεις για να διασφαλίζουν την πραγματική αξία του κεφαλαίου και του ενεργητικού τους. Επίσης, τα κράτη-μέλη δεν δύνανται να εμποδίσουν τον σχηματισμό αποθεματικού κεφαλαίου από τις ΕθνΚΤ στο επίπεδο που είναι αναγκαίο για να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του ΕΣΚΤ.[76]
Οικονομική ευθύνη για τις εποπτικές αρχές
Στα περισσότερα κράτη-μέλη οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα υπάγονται οργανωτικά στην οικεία ΕθνΚΤ. Όταν οι αρχές αυτές υπόκεινται στις ανεξάρτητες αποφάσεις της ΕθνΚΤ, δεν υφίσταται πρόβλημα. Όταν όμως η νομοθεσία προβλέπει ότι οι εν λόγω εποπτικές αρχές αποφασίζουν αυτοτελώς, είναι σημαντικό οι αποφάσεις τους να μη θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά της ΕθνΚΤ ως συνόλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εθνική νομοθεσία πρέπει να επιτρέπει στην ΕθνΚΤ τον τελικό έλεγχο κάθε απόφασης των εποπτικών αρχών που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία της, ιδίως την οικονομική.[77]
Αυτονομία σε θέματα προσωπικού
Τα κράτη-μέλη δεν επιτρέπεται να περιορίζουν τη δυνατότητα της ΕθνΚΤ να προσλαμβάνει και να απασχολεί το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να εκπληρώνει ανεξάρτητα τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.[78] Επίσης, δεν είναι επιτρεπτό η ΕθνΚΤ να περιέρχεται σε κατάσταση τέτοια ώστε να έχει περιορισμένο ή μηδενικό έλεγχο επί του προσωπικού της ή η κυβέρνηση κράτους-μέλους να είναι σε θέση να επηρεάζει την πολιτική της ΕθνΚΤ σε θέματα προσωπικού.[79] Τυχόν τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τις αποδοχές των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων και των υπαλλήλων μιας ΕθνΚΤ πρέπει να αποφασίζεται σε στενή και ουσιαστική συνεργασία με την ΕθνΚΤ[80] και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις της ΕθνΚΤ, ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίσει να εκτελεί ανεξάρτητα τα καθήκοντά της.[81] Η αυτονομία σε θέματα προσωπικού εκτείνεται και σε θέματα συντάξεων του προσωπικού. Επιπλέον, τροποποιήσεις που οδηγούν σε μειώσεις των αποδοχών του προσωπικού μιας ΕθνΚΤ δεν θα πρέπει να θίγουν την εξουσία της ΕθνΚΤ να διαχειρίζεται τους οικονομικούς της πόρους, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων που προκύπτουν από τυχόν μειώσεις των μισθών που καταβάλλει.[82]
Δικαιώματα κυριότητας και λοιπά περιουσιακά δικαιώματα
Το δικαίωμα τρίτων να παρεμβαίνουν ή να παρέχουν υποδείξεις στην ΕθνΚΤ σε σχέση με την περιουσία αυτής είναι ασύμβατο προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας.
2.2.4 Εμπιστευτικότητα
Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται στο προσωπικό και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ βάσει του άρθρου 37 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ μπορεί να οδηγεί στην πρόβλεψη ανάλογων διατάξεων στα καταστατικά των ΕθνΚΤ ή στη νομοθεσία των κρατών-μελών. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ και των κανόνων που θεσπίζονται βάσει αυτού συνεπάγεται επίσης ότι η εθνική νομοθεσία για την πρόσβαση τρίτων σε έγγραφα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις συναφείς διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 37 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, και δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε παραβιάσεις του καθεστώτος εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[83] Η πρόσβαση κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή παρόμοιου οργάνου σε εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα της ΕθνΚΤ πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καταστατικών καθηκόντων του οργάνου που λαμβάνει τις πληροφορίες και να μη θίγει την ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ και το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ στο οποίο υπόκεινται τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων και το προσωπικό της ΕθνΚΤ.[84] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω όργανα προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των κοινοποιούμενων πληροφοριών και εγγράφων εφαρμόζοντας το ίδιο επίπεδο ασφαλείας όπως και οι ίδιες οι ΕθνΚΤ.
2.2.5 Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης και προνομιακής πρόσβασης
Όσον αφορά την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και της προνομιακής πρόσβασης, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να προσαρμοστεί ούτως ώστε να είναι συμβατή προς τις συναφείς διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ με ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, από 1ης Ιανουαρίου 2007 και από 1ης Ιουλίου 2013 αντιστοίχως. Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995.
Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης
Το άρθρο 123(1) της Συνθήκης απαγορεύει στην ΕΚΤ ή στις ΕθνΚΤ να παρέχουν διευκολύνσεις υπεραναλήψεων ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις προς θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κεντρικές κυβερνήσεις περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών-μελών.
Επίσης απαγορεύει στην ΕΚΤ ή στις ΕθνΚΤ να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους παραπάνω οργανισμούς ή φορείς. Η Συνθήκη προβλέπει μια εξαίρεση από αυτή την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης: η απαγόρευση δεν ισχύει προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα του δημόσιου τομέα τα οποία, στο πλαίσιο της παροχής ρευστών διαθεσίμων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, πρέπει να εξομοιώνονται προς τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 123(2) της Συνθήκης). Το ακριβές πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης αποσαφηνίζεται περαιτέρω στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93,[85] σύμφωνα με τον οποίο η απαγόρευση περιλαμβάνει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων.
Η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης αποσκοπεί στο να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ακολουθούν συνετή δημοσιονομική πολιτική, αποκλείοντας τη δυνατότητα η νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (ή η προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές) να οδηγήσει σε υπερβολικά επίπεδα χρέους ή ελλείμματος των κρατών-μελών.[86] Ως εκ τούτου, η απαγόρευση πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να διασφαλίζεται η αυστηρή εφαρμογή της, με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων και μόνο εξαιρέσεων που προβλέπονται περιοριστικώς στο άρθρο 123(2) της Συνθήκης και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Έτσι, παρόλο που το άρθρο 123(1) της Συνθήκης αναφέρεται συγκεκριμένα σε “πιστωτικές διευκολύνσεις”, δηλ. με υποχρέωση αποπληρωμής του κεφαλαίου, η απαγόρευση ισχύει κατά μείζονα λόγο και για άλλες μορφές χρηματοδότησης, δηλ. χωρίς υποχρέωση αποπληρωμής.
Η γενική θέση της ΕΚΤ όσον αφορά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς την απαγόρευση διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων των κρατών-μελών με την ΕΚΤ επί προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων βάσει των άρθρων 127(4) και 282(5) της Συνθήκης.[87]
Εθνική νομοθεσία σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης
Η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης ούτε να διευρύνει το φάσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει το δίκαιο της ΕΕ. Παραδείγματος χάριν, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τη χρηματοδότηση από την ΕθνΚΤ οικονομικών υποχρεώσεων του οικείου κράτους-μέλους έναντι διεθνών οικονομικών οργανισμών ή έναντι τρίτων χωρών δεν είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Κατ’ εξαίρεση, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 επιτρέπει τη χρηματοδότηση εκ μέρους των ΕθνΚΤ των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργεί απαιτήσεις έναντι του εξωτερικού που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των συναλλαγματικών διαθεσίμων.[88] Τα κρίσιμα συναλλαγματικών διαθεσίμων που πρέπει να έχουν οι απαιτήσεις είναι η διαθεσιμότητά τους ευθύς ως ζητηθεί για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του ισοζυγίου πληρωμών και για άλλους συναφείς σκοπούς – γεγονός που συνεπάγεται ότι πρέπει να διασφαλίζεται η πιστωτική ποιότητα και η ρευστότητα των απαιτήσεων.[89]
Εθνική νομοθεσία που αναθέτει καθήκοντα στις ΕθνΚΤ
Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που αναθέτουν καθήκοντα στις ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να οδηγούν σε χρηματοδότηση των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Το άρθρο 14.4 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ επιτρέπει στις ΕθνΚΤ να εκτελούν και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών που καθορίζει το Καταστατικό, εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι αυτές παρακωλύουν τους σκοπούς και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Όταν ένα κράτος-μέλος αναθέτει μια τέτοια λειτουργία στην οικεία ΕθνΚΤ, η εν λόγω ΕθνΚΤ είναι αρμόδια και υπεύθυνη για την εκτέλεσή της. Ωστόσο, κατά τον καθορισμό της αρμοδιότητας και της ευθύνης μιας ΕθνΚΤ όσον αφορά την εν λόγω λειτουργία, τα κράτη-μέλη πρέπει να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως από το άρθρο 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης.[90]
Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου και για τους σκοπούς του άρθρου 123 της Συνθήκης, ο όρος “άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις” ορίζεται, μεταξύ άλλων, ως κάθε χρηματοδότηση των υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Κατά συνέπεια, η οικεία ΕθνΚΤ δεν πρέπει να αναλαμβάνει έναντι τρίτων υποχρεώσεις που δυνητικά βαρύνουν τον δημόσιο τομέα. Επομένως δεν πρέπει να χρηματοδοτεί προϋπάρχουσες υποχρεώσεις έναντι τρίτων που βαρύνουν άλλες δημόσιες αρχές ή φορείς, τα δε μέτρα που λαμβάνουν άλλες δημόσιες αρχές/φορείς ή οι επιλογές πολιτικής τους δεν πρέπει στην πράξη να οδηγούν άμεσα σε χρηματοδότηση υποχρεώσεών τους έναντι τρίτων από την οικεία ΕθνΚΤ.[91]
Εκ των προτέρων διανομή κερδών της κεντρικής τράπεζας
Η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να απαιτεί τη διανομή κερδών της κεντρικής τράπεζας που δεν έχουν πλήρως πραγματοποιηθεί, λογιστικοποιηθεί και ελεγχθεί. Προκειμένου να τηρείται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, το ποσό που μεταφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό με βάση τους ισχύοντες κανόνες περί διανομής κερδών δεν επιτρέπεται να προέρχεται, έστω και εν μέρει, από το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Συνεπώς, οι κανόνες περί διανομής κερδών δεν πρέπει να θίγουν το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Επιπλέον, όταν περιουσιακά στοιχεία της ΕθνΚΤ μεταβιβάζονται στο Δημόσιο, πρέπει να υπάρχει τίμημα που να αντιστοιχεί στην αγοραία αξία αυτών και η μεταβίβαση πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταβολή του τιμήματος.[92]
Ομοίως, δεν επιτρέπεται παρέμβαση στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, όπως η διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, με την επιβολή φορολογίας επί θεωρητικών και μη πραγματοποιηθέντων κεφαλαιακών κερδών, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε μια μορφή χορήγησης πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα μέσω της εκ των προτέρων κατανομής μελλοντικών και αβέβαιων κερδών.[93]
Ανάληψη υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα
Εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από την οικεία ΕθνΚΤ την ανάληψη των υποχρεώσεων ενός άλλοτε αυτοτελούς δημόσιου φορέα, λόγω της αναδιοργάνωσης ορισμένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων σε εθνικό επίπεδο (π.χ. στο πλαίσιο της μεταβίβασης στην ΕθνΚΤ ορισμένων εποπτικών καθηκόντων που άλλοτε υπάγονταν στην αρμοδιότητα του κράτους ή αυτοτελών δημόσιων αρχών ή φορέων), χωρίς παράλληλα να προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ ουδόλως ευθύνεται για οποιαδήποτε οικονομική οφειλή που απορρέει από τις προηγούμενες δραστηριότητες των εν λόγω φορέων, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[94]
Εθνική νομοθεσία που προβλέπει αστική ευθύνη της ΕθνΚΤ λόγω της άσκησης καθήκοντος που της έχει ανατεθεί βάσει του εθνικού δικαίου συνεπάγεται την ανάληψη προϋπάρχουσας υποχρέωσης έναντι τρίτων. Επίσης, θα ήταν ασυμβίβαστη με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης εάν οι ζημιωθέντες τρίτοι δεν αποζημιώνονταν λόγω των ενεργειών της ΕθνΚΤ, δηλαδή λόγω της παράβασης από την ΕθνΚΤ των κανόνων που της επιβάλλονται στο πλαίσιο αυτό.[95] Επιπλέον, σε περίπτωση καθηκόντων που απαιτούν την εφαρμογή εξαιρετικά περίπλοκων και επειγόντων μέτρων, όπως αυτά που αφορούν την αναδιοργάνωση ή την εξυγίανση τραπεζών ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η εθνική νομοθεσία που προβλέπει ευθύνη της ΕθνΚΤ συνεπεία της άσκησης των εν λόγω καθηκόντων θα ισοδυναμούσε στην πράξη με χρηματοδότηση υποχρεώσεων έναντι τρίτων, εάν η ευθύνη της ΕθνΚΤ δεν περιορίζεται σε σοβαρές παραβάσεις των κανόνων που της επιβάλλονται στο πλαίσιο αυτό.[96]
Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη προσδιορίσει επακριβώς σε τι ακριβώς συνίστανται αυτοί οι περιορισμοί της ευθύνης της ΕθνΚΤ σε σοβαρές παραβάσεις των κανόνων που επιβάλλονται σε αυτήν. Με δεδομένη την ύπαρξη διαφορετικών νομικών παραδόσεων μεταξύ των κρατών-μελών όσον αφορά την ευθύνη της ΕθνΚΤ σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη τους, οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, αρκεί να αποκλείουν στην πράξη τη χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι η ευθύνη της ΕθνΚΤ προϋποθέτει υπαιτιότητα σε βαθμό τουλάχιστον βαρείας αμέλειας, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα και της πολυπλοκότητας της υπό εξέταση υπόθεσης.[97] Η χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων αποκλείεται στην πράξη επίσης όταν η εθνική νομοθεσία θέτει ως προϋπόθεση ευθύνης όχι την υπαιτιότητα αλλά την παράνομη συμπεριφορά και περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο ή τα συναφή μέτρα επιτρέποντας μεγάλο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην ΕθνΚΤ λόγω του επείγοντος χαρακτήρα και της πολυπλοκότητας της περίπτωσης.[98]
Οικονομική στήριξη προς πιστωτικά ιδρύματα ή/και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη χρηματοδότηση αφερέγγυων πιστωτικών ή/και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από ΕθνΚΤ, ακόμη και αν η χρηματοδότηση αυτή χορηγείται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική τους ευχέρεια, θα ήταν ασυμβίβαστη με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.
Το ίδιο ισχύει αναφορικά με τη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει ανακεφαλαιοποιηθεί προκειμένου να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητά του, με άμεση τοποθέτηση κρατικών χρεογράφων ελλείψει εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης από την αγορά (εφεξής “χρεόγραφα για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης”), τα δε εν λόγω χρεόγραφα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως εξασφαλίσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης ενός πιστωτικού ιδρύματος από το κράτος διά της άμεσης τοποθέτησης χρεογράφων για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης, η μεταγενέστερη χρήση των εν λόγω χρεογράφων ως εξασφαλίσεων για πράξεις παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα εγείρει ζητήματα νομισματικής χρηματοδότησης.[99] Η παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) από μία ΕθνΚΤ, η οποία χορηγείται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ σε φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα έναντι εξασφάλισης με τη μορφή κρατικής εγγύησης, πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) να διασφαλίζεται ότι η χρηματοδότηση που παρέχεται από την ΕθνΚΤ είναι όσο το δυνατόν πιο βραχυπρόθεσμη, (β) η έκτακτη χρηματοδότηση να υπαγορεύεται από λόγους διαφύλαξης της συστημικής σταθερότητας, (γ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη νομική ισχύ και το εκτελεστό της κρατικής εγγύησης βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και (δ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την οικονομική επάρκεια της κρατικής εγγύησης, η οποία θα πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους των δανείων.[100]
Οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή συναφείς μηχανισμούς και προς συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών
Η χρηματοδότηση από ΕθνΚΤ ταμείου εξυγίανσης ή ταμείου εγγύησης καταθέσεων που χαρακτηρίζεται ως “οργανισμός δημοσίου δικαίου” κατά την έννοια του άρθρου 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης δεν είναι συμβατή με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Ένας “οργανισμός δημοσίου δικαίου” χαρακτηρίζεται ως τέτοιος εάν συγκεντρώνει όλα τα εξής χαρακτηριστικά: (α) έχει συσταθεί ειδικώς με σκοπό την κάλυψη αναγκών προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και όχι με βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, (β) διαθέτει νομική προσωπικότητα και (γ) εξαρτάται στενά από τους φορείς του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η στενή εξάρτηση από τους εν λόγω φορείς του δημόσιου τομέα τεκμαίρεται όταν ένας οργανισμός χρηματοδοτείται ως επί το πλείστον ή εποπτεύεται διοικητικώς από αυτούς ή όταν περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού συμβουλίου του διορίζονται από τους φορείς αυτούς.[101]
Ακόμη και αν η χρηματοδότηση δεν παρέχεται σε “οργανισμό δημοσίου δικαίου”, η χρηματοδότηση οποιουδήποτε ταμείου εξυγίανσης ή συναφούς μηχανισμού δεν συνάδει με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[102] Όταν μια ΕθνΚΤ ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αναλαμβάνει ή να χρηματοδοτεί υποχρεώσεις ούτε τυχόν μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ούτε φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.[103] Προς τον σκοπό αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να διευκρινίζει ότι η ΕθνΚΤ δεν αναλαμβάνει ούτε χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις τέτοιων ιδρυμάτων και φορέων.[104]
Η Οδηγία για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων[105] και η Οδηγία για τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών[106] προβλέπουν ότι το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών πρέπει να βαρύνει τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες επενδύσεων αντίστοιχα. Με εξαίρεση τη χρηματοδότηση που παρέχεται σε “οργανισμό δημοσίου δικαίου, η ”εθνική νομοθετική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ χρηματοδοτεί εθνικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που καλύπτει πιστωτικά ιδρύματα ή εθνικό σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που καλύπτει εταιρίες επενδύσεων είναι συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης μόνο εφόσον έχει βραχυχρόνιο χαρακτήρα, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων, υπαγορεύεται για λόγους προστασίας της συστημικής σταθερότητας και οι συναφείς αποφάσεις παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ.[107] Ειδικότερα, η στήριξη συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων από την κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να ισοδυναμεί με συστηματική πράξη εκ των προτέρων χρηματοδότησης.[108]
Υπηρεσίες “δημοσιονομικού αντιπροσώπου”
Σύμφωνα με το άρθρο 21.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, “η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι οργανισμών, οργάνων, φορέων ή υπηρεσιών της ΕΕ, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών-μελών. Σκοπός του άρθρου 21.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ είναι να επιτρέψει στις ΕθνΚΤ, μετά την εκχώρηση της αρμοδιότητας άσκησης της νομισματικής πολιτικής προς το Ευρωσύστημα, να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου τις οποίες παραδοσιακά προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες προς κυβερνήσεις και άλλους δημόσιους φορείς, χωρίς αυτό να συνιστά παράβαση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Επιπλέον, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 θεσπίζει ρητές και περιοριστικώς αναγραφόμενες εξαιρέσεις από την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου. Αυτές είναι οι εξής: (α) επιτρέπονται οι ενδοημερήσιες πιστώσεις προς τον δημόσιο τομέα, εφόσον περιορίζονται στη συγκεκριμένη ημέρα και δεν είναι δυνατή καμία παράταση,[109] (β) η πίστωση του λογαριασμού του δημόσιου τομέα με την αξία επιταγής εκδόσεως τρίτου πριν χρεωθεί η πληρώτρια τράπεζα επιτρέπεται εφόσον από τη λήψη της επιταγής έχει παρέλθει ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στον συνήθη απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη επιταγών από την ΕθνΚΤ, έτσι ώστε το τυχόν υπό τακτοποίηση ποσό (float) να προκύπτει κατ' εξαίρεση, να αντιπροσωπεύει μικρή αξία και να ισοσταθμίζεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα,[110] και (γ) η διακράτηση από την ΕθνΚΤ κερμάτων που εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα και πιστώνονται υπέρ αυτού επιτρέπεται εφόσον η αξία τους παραμένει κάτω του 10% των κερμάτων σε κυκλοφορία.[111]
Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου θα πρέπει να είναι συμβατές προς το δίκαιο της ΕΕ γενικώς και προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης ειδικώς.[112] Δεδομένου ότι στο άρθρο 21.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ αναγνωρίζεται ρητά ότι η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου αποτελεί νόμιμη λειτουργία που κατά παράδοση επιτελείται από τις ΕθνΚΤ, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου από τις κεντρικές τράπεζες συνάδει προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υπηρεσίες εξακολουθούν να εμπίπτουν στη λειτουργία δημοσιονομικού αντιπροσώπου και δεν συνιστούν χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων ούτε χορήγηση πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα πέραν των συσταλτικά οριζόμενων εξαιρέσεων που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93.[113] Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στην ΕθνΚΤ να τηρεί καταθέσεις του Δημοσίου και να εξυπηρετεί τους λογαριασμούς του δεν δημιουργούν ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις δεν καθιστούν δυνατή την παροχή πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων υπεραναλήψεων με εξόφληση την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ωστόσο, αναφύεται ενδεχομένως ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης εάν λ.χ. οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις επιτρέπουν τον εκτοκισμό των καταθέσεων ή των υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών με επιτόκια υψηλότερα από τα επιτόκια της αγοράς και όχι με ίσα ή χαμηλότερα αυτών. Τυχόν τόκοι καθ' υπέρβαση των επιτοκίων της αγοράς συνιστούν de facto χορήγηση πιστώσεως, πράγμα το οποίο αντίκειται στον σκοπό της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και ως εκ τούτου ενδέχεται να καταστρατηγεί τους σκοπούς της απαγόρευσης. Είναι απαραίτητο οι πρόσοδοι από ένα λογαριασμό να αντικατοπτρίζουν τις παραμέτρους της αγοράς και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το επιτόκιο των καταθέσεων να συσχετίζεται με τη διάρκειά τους.[114] Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου από ΕθνΚΤ χωρίς αμοιβή δεν δημιουργεί ζήτημα συμμόρφωσης με τη νομισματική χρηματοδότηση, εφόσον πρόκειται για βασικές υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου.[115]
Απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης
Το άρθρο 124 της Συνθήκης προβλέπει ότι “απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή των δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών-μελών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας”. Όπως η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, έτσι και η απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης αποσκοπεί στο να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ακολουθούν συνετή δημοσιονομική πολιτική, αποκλείοντας τη δυνατότητα η νομισματική χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων ή η προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές να οδηγήσει σε υπερβολικά επίπεδα χρέους ή ελλείμματος των κρατών-μελών.[116]
Σύμφωνα με το άρθρο 1(1) του Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 3604/93,[117] ως “μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση” νοείται κάθε νομοθετικό ή κανονιστικό ή άλλο νομικά δεσμευτικό μέτρο που θεσπίζεται στο πλαίσιο της άσκησης της δημόσιας εξουσίας και: (α) υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αποκτούν ή να κατέχουν απαιτήσεις έναντι των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών άλλων δημόσιων οργανισμών ή επιχειρήσεων των κρατών-μελών ή (β) χορηγεί φορολογικά πλεονεκτήματα αποκλειστικά προς όφελος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα ασύμβατα με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ενθαρρύνει αυτά τα ιδρύματα να αποκτούν και να κατέχουν τέτοιες απαιτήσεις τέτοιων απαιτήσεων από.
Ως δημόσιες αρχές, οι ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν μέτρα τα οποία παρέχουν στον δημόσιο τομέα προνομιακή πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εάν τα μέτρα αυτά δεν υπαγορεύονται από λόγους προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, οι κανόνες που θεσπίζουν οι ΕθνΚΤ σχετικά με τη χρήση χρεογράφων ως εξασφαλίσεων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης.[118] Η νομοθεσία των κρατών-μελών στον τομέα αυτό δεν επιτρέπεται να θεσπίζει τέτοια προνομιακή πρόσβαση.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93, ως “λόγοι προληπτικής εποπτείας” νοούνται οι λόγοι που θεμελιώνουν εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή διοικητικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του κοινοτικού δικαίου ή εναρμονίζονται με αυτό και οι οποίες αποσκοπούν στην προώθηση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με στόχο την ενίσχυση της σταθερότητας του όλου χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των πελατών των εν λόγω ιδρυμάτων. Οι λόγοι προληπτικής εποπτείας αποσκοπούν στη διασφάλιση της φερεγγυότητας των τραπεζών έναντι των καταθετών.[119] Στον τομέα της προληπτικής εποπτείας, το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ έχει θεσπίσει ορισμένες απαιτήσεις για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.[120] Ως “πιστωτικό ίδρυμα” νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό.[121] Επιπλέον, τα πιστωτικά ιδρύματα που αποκαλούνται κοινώς “τράπεζες” πρέπει να λάβουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για να παρέχουν υπηρεσίες.[122]
Παρόλο που τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, συνήθως εντάσσονται στο λειτουργικό πλαίσιο των ΕθνΚΤ και χρησιμοποιούνται ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής στις περισσότερες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης του ευρώ.[123] Στο παράρτημα Ι, παράγραφος 2 της Κατευθυντήριας Γραμμής (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/60)[124] αναφέρεται σχετικά ότι το σύστημα ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών του Ευρωσυστήματος αποσκοπεί κυρίως στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος και στη δημιουργία ή (διεύρυνση) διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας.[125] Η ΕΚΤ υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ να τηρούν τα απαιτούμενα ελάχιστα αποθεματικά (υπό μορφή καταθέσεων) σε λογαριασμό τους στην ΕθνΚΤ.[126]
Η παρούσα έκθεση εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας και κανόνων που έχουν θεσπίσει οι ΕθνΚΤ, καθώς και των καταστατικών τους, προς την προβλεπόμενη στη Συνθήκη απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης. Πάντως, δεν προδικάζει τυχόν αξιολόγηση του κατά πόσον νόμοι, κανονισμοί, κανόνες ή διοικητικές πράξεις των κρατών-μελών χρησιμοποιούνται, με την επίφαση της συνδρομής λόγων προληπτικής εποπτείας, για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της παρούσας έκθεσης.
2.2.6 Ενιαίος τρόπος γραφής του ευρώ
Το άρθρο 3(4) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η “Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ”. Στα κείμενα των Συνθηκών, σε όλες τις αυθεντικές γλώσσες των κειμένων των Συνθηκών που γράφονται με το λατινικό αλφάβητο, το ευρώ αναφέρεται ομοιόμορφα στην ονομαστική του ενικού ως “euro”. Στο ελληνικό αλφάβητο γράφεται “ευρώ” και στο κυριλλικό αλφάβητο γράφεται “евро”.[127] Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 974/98 καθιστά σαφές ότι η ονομασία του ενιαίου νομίσματος πρέπει να είναι η ίδια σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων. Ως εκ τούτου, οι Συνθήκες επιτάσσουν την ενιαία γραφή της λέξης “euro” στην ονομαστική του ενικού σε όλες τις κοινοτικές και εθνικές νομοθετικές διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων.
Εν όψει της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καθορίζει το όνομα του ενιαίου νομίσματος, οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτό τον κανόνα δεν συνάδουν προς τη Συνθήκη και πρέπει να αρθούν.[128] Αν και η αρχή αυτή ισχύει για κάθε εθνική νομοθεσία, οι αξιολογήσεις κατά χώρα στα κεφάλαια που ακολουθούν επικεντρώνονται στα καταστατικά των ΕθνΚΤ και στους νόμους τους σχετικούς με τη μετάβαση στο ευρώ.
2.2.7 Νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα
Διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (ειδικότερα των καταστατικών των ΕθνΚΤ, αλλά και άλλων νόμων) οι οποίες εμποδίζουν την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν το Ευρωσύστημα ή τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι ασυμβίβαστες προς την αποτελεσματική λειτουργία του Ευρωσυστήματος αφότου το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος υιοθετήσει το ευρώ. Ως εκ τούτου, η εθνική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να καταστεί συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ σε σχέση με τα καθήκοντα που αφορούν το Ευρωσύστημα. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 131 της Συνθήκης, η εθνική νομοθεσία έπρεπε να προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξασφαλιστεί η συμβατότητά της μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ (στην περίπτωση της Σουηδίας) και μέχρι την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 (στην περίπτωση των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες). Ωστόσο, οι καταστατικές υποχρεώσεις που αφορούν την πλήρη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα δεν χρειάζεται να τεθούν σε ισχύ πριν από την πλήρη ενσωμάτωση, δηλ. την ημερομηνία κατά την οποία το κράτος-μέλος με παρέκκλιση θα υιοθετήσει το ευρώ.
Στην παρούσα έκθεση εξετάζονται κυρίως οι τομείς όπου οι καταστατικές διατάξεις ενδέχεται να εμποδίζουν τη συμμόρφωση μιας ΕθνΚΤ προς τις απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για διατάξεις: (α) που μπορεί να αποτρέψουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ στην εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής την οποία χαράζουν τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, (β) που μπορεί να εμποδίσουν την εκτέλεση των καθηκόντων των διοικητών ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, (γ) που δεν αναγνωρίζουν τα προνόμια της ΕΚΤ, (δ) που δεν αναγνωρίζουν ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα για καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ σε κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ εκχωρείται αμετάκλητα στην Ένωση,[129] ή (ε) σύμφωνα με τις οποίες οι ΕθνΚΤ στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ δεσμεύονται από αποφάσεις των εθνικών αρχών οι οποίες δεν συνάδουν με τις νομικές πράξεις της ΕΚΤ. Γίνεται διάκριση μεταξύ των εξής τομέων: σκοποί της οικονομικής πολιτικής, καθήκοντα, χρηματοοικονομικές διατάξεις, συναλλαγματική πολιτική και διεθνής συνεργασία. Τέλος, αναφέρονται και άλλοι τομείς όπου ενδέχεται να απαιτούνται προσαρμογές του καταστατικού της ΕθνΚΤ.
Σκοποί της οικονομικής πολιτικής
Η πλήρης ενσωμάτωση μιας ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα απαιτεί συμβατότητα των καταστατικών της σκοπών με τους σκοπούς του ΕΣΚΤ, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταστατικοί σκοποί με “εθνική χροιά” πρέπει να υποστούν προσαρμογή, π.χ. στις περιπτώσεις όπου οι καταστατικές διατάξεις αναφέρονται σε υποχρέωση άσκησης της νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής πολιτικής του οικείου κράτους-μέλους. Επιπλέον, οι δευτερεύοντες σκοποί των ΕθνΚΤ πρέπει να είναι συμβατοί και να μη συγκρούονται με την υποχρέωση των ΕθνΚΤ να στηρίζουν τις γενικές οικονομικές πολιτικές της ΕΕ προκειμένου να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της ΕΕ, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωση που ρητώς προβλέπεται ότι ισχύει με την επιφύλαξη της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.[130]
Καθήκοντα
Τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ κράτους-μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ καθορίζονται πρωτίστως από τη Συνθήκη και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, λόγω της ιδιότητάς της ως αναπόσπαστου μέρους του Ευρωσυστήματος. Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το άρθρο 131 της Συνθήκης, πρέπει επομένως οι διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που αφορούν τα καθήκοντά τους να αντιπαραβάλλονται με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και να αίρεται κάθε ασυμβατότητα.[131] Αυτό ισχύει για οποιαδήποτε διάταξη η οποία, μετά την υιοθέτηση του ευρώ και την ενσωμάτωση στο ΕΣΚΤ, παρακωλύει την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ειδικότερα δε για τις διατάξεις που δεν αναγνωρίζουν τις αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ βάσει του Κεφαλαίου IV του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί νομισματικής πολιτικής πρέπει να αναγνωρίζουν ότι η νομισματική πολιτική της ΕΕ ασκείται μέσω του Ευρωσυστήματος.[132] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ είναι δυνατόν να περιέχουν διατάξεις σχετικά με τα μέσα άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να είναι ανάλογου περιεχομένου με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και να αίρονται οι τυχόν ασυμβατότητες, προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση προς το άρθρο 131 της Συνθήκης.
Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων αποτελεί ένα από τα καθήκοντα που οι ΕθνΚΤ εκτελούν τακτικά προκειμένου να αξιολογούν σωστά την κατεύθυνση που θα πρέπει να λάβει η νομισματική πολιτική. Οι ΕθνΚΤ μπορούν επίσης να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με τις συναφείς προς τη νομισματική πολιτική δημοσιονομικές εξελίξεις με βάση την παρακολούθηση αυτών των εξελίξεων και τον ανεξάρτητο συμβουλευτικό τους ρόλο, προκειμένου να συμβάλλουν στην ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων από τις ΕθνΚΤ για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής πρέπει να βασίζεται στην πλήρη πρόσβασή τους σε όλα τα σχετικά δημοσιονομικά στοιχεία. Συνεπώς, πρέπει να παρέχεται στις ΕθνΚΤ απεριόριστη, έγκαιρη και αυτόματη πρόσβαση σε όλες τις συναφείς δημοσιονομικές στατιστικές. Ωστόσο, ο ρόλος μιας ΕθνΚΤ δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τις δραστηριότητες παρακολούθησης που απορρέουν ή σχετίζονται – άμεσα ή έμμεσα – με την εκπλήρωση της αποστολής της για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.[133] Η επίσημη εντολή προς μια ΕθνΚΤ να αξιολογεί προβλέψεις και δημοσιονομικές εξελίξεις συνεπάγεται ότι η ΕθνΚΤ επιτελεί μια λειτουργία (και έχει τη σχετική ευθύνη) στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, με κίνδυνο να υπονομεύεται η εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωσυστήματος για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και η ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ.[134]
Στο πλαίσιο των εθνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΚΤ έχει τονίσει ότι θα πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε στρέβλωση στα εθνικά τμήματα της αγοράς χρήματος της ζώνης του ευρώ, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να δυσχεράνει την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, αυτό ισχύει για την παροχή κρατικών εγγυήσεων με σκοπό την κάλυψη διατραπεζικών καταθέσεων.[135]
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας των επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών, λ.χ. οφειλών προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη ρευστότητα της αγοράς. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν στην αρχή της ανοικτής οικονομίας της αγοράς, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη ροή της χρηματοδότησης, να επηρεάσουν ουσιωδώς τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αγορών και κατά συνέπεια να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος.[136]
Εθνικές νομοθετικές διατάξεις κράτους-μέλους που εκχωρούν στην οικεία ΕθνΚΤ το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδίδει τραπεζογραμμάτια πρέπει να αναγνωρίζουν ότι, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 128(1) της Συνθήκης και το άρθρο 16 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ,[137] ενώ το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων ευρώ ανήκει στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ. Μετά την υιοθέτηση του ευρώ, εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να ασκούν επιρροή σχετικά με θέματα όπως οι ονομαστικές αξίες, η παραγωγή, η ποσότητα και η απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ πρέπει επίσης είτε να καταργηθούν είτε να αναγνωρίζουν τις εξουσίες της ΕΚΤ σε σχέση με τα τραπεζογραμμάτια, κατά τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού του ΕΣΚΤ. Όσον αφορά τα κέρματα, ανεξάρτητα από τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ κυβερνήσεων και ΕθνΚΤ, οι σχετικές διατάξεις πρέπει να αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εγκρίνει την ποσότητα των εκδιδόμενων κερμάτων ευρώ μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Το κράτος-μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το νόμισμα σε κυκλοφορία ως χρέος της οικείας ΕθνΚΤ προς το Δημόσιο του εν λόγω κράτους-μέλους, καθώς κάτι τέτοιο ακυρώνει την έννοια του ενιαίου νομίσματος και είναι ασύμβατο προς τις επιταγές περί νομικής ενσωμάτωσης στο Ευρωσύστημα.[138]
Ως προς τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων,[139] όσα εκ των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ δεν μεταβιβάζουν τα επίσημα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα[140] στην οικεία ΕθνΚΤ παραβαίνουν τη Συνθήκη. Επίσης, το δικαίωμα τρίτου, π.χ. της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου, να επηρεάζει τις αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ σχετικά με τη διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων δεν συνάδει προς την τρίτη περίπτωση του άρθρου 127(2) της Συνθήκης. Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ πρέπει να παρέχουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα κατ’ αναλογίαν προς το μερίδιο συμμετοχής τους στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να υφίστανται νομικά προσκόμματα στη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων από τις ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ.
Ως προς τις στατιστικές, παρόλο που οι κανονισμοί που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 34.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ στον τομέα της στατιστικής δεν παραχωρούν δικαιώματα ούτε επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, το οποίο αφορά τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών, έχει εφαρμογή σε όλα τα κράτη-μέλη, ασχέτως εάν έχουν υιοθετήσει το ευρώ ή όχι. Συνεπώς, τα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ είναι υποχρεωμένα να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν σε εθνικό επίπεδο κάθε μέτρο που θεωρούν πρόσφορο για τη συλλογή των στατιστικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στατιστικών στοιχείων της ΕΚΤ[141] και να προετοιμαστούν εγκαίρως στον τομέα της στατιστικής προκειμένου να γίνουν κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.[142] Η εθνική νομοθεσία που ορίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕθνΚΤ και της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας θα πρέπει να εγγυάται την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους εντός του στατιστικού πλαισίου του ΕΣΚΤ.[143]
Χρηματοοικονομικές διατάξεις
Οι χρηματοοικονομικές διατάξεις του Καταστατικού του ΕΣΚΤ περιλαμβάνουν κανόνες σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς,[144] τον λογιστικό έλεγχο,[145] την εγγραφή στο κεφάλαιο,[146] τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων[147] και την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος.[148] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από αυτές τις διατάξεις και ως εκ τούτου κάθε εθνική διάταξη που είναι ασύμβατη προς αυτές πρέπει να καταργηθεί.[149]
Συναλλαγματική πολιτική
Τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση επιτρέπεται να διατηρήσουν στην εθνική νομοθεσία τους διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ότι αρμόδια για τη συναλλαγματική πολιτική είναι η κυβέρνηση και ότι η οικεία ΕθνΚΤ έχει συμβουλευτικό ή/και εκτελεστικό ρόλο. Πάντως, η νομοθεσία αυτή πρέπει, το αργότερο κατά την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ, να αντανακλά το γεγονός ότι η αρμοδιότητα για τη συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ έχει εκχωρηθεί στο επίπεδο της ΕΕ σύμφωνα με τα άρθρα 138 και 219 της Συνθήκης.
Διεθνής συνεργασία
Για την υιοθέτηση του ευρώ, η εθνική νομοθεσία πρέπει να είναι συμβατή προς το άρθρο 6.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, το οποίο προβλέπει ότι, στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο Ευρωσύστημα, η ΕΚΤ αποφασίζει τον τρόπο εκπροσώπησης του ΕΣΚΤ. Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ σε διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς πρέπει να προβλέπουν ότι η εν λόγω συμμετοχή υπόκειται στην έγκριση της ΕΚΤ (άρθρο 6.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ).
Άλλα θέματα
Πέραν των ανωτέρω θεμάτων, στην περίπτωση ορισμένων κρατών-μελών υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας (π.χ. συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμών, ανταλλαγή πληροφοριών).
3 Περίληψη για τη Βουλγαρία
Κατά το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Απρίλιο του 2025 ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στη Βουλγαρία ήταν 2,7%, δηλ. λίγο χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 2,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, αντανακλώντας αυξήσεις των έμμεσων φόρων και των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών, καθώς και επίμονες εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις από την ισχυρή αν και επιβραδυνόμενη άνοδο των μισθών, υπό συνθήκες στενότητας στις αγορές εργασίας. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης ενδέχεται επίσης να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα στη Βουλγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Ενώ οι διαφορές στα επίπεδα πληθωρισμού ισορροπίας οι οποίες συνδέονται με την εν λόγω διαδικασία πραγματικής σύγκλισης τείνουν να μην είναι πολύ μεγάλες, μπορεί να αποτελέσουν πηγή ανησυχίας εάν συνοδεύονται και επιτείνουν δυνητικά μη διατηρήσιμες εξελίξεις στις πιστώσεις και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Η Βουλγαρία επί του παρόντος δεν υπόκειται σε απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε 3,0% του ΑΕΠ το 2024, δηλ. στο επίπεδο της τιμής αναφοράς 3%, ενώ ο λόγος του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ σε 24,1%, δηλ. αρκετά κάτω από την τιμή αναφοράς 60%.
Το λεβ Βουλγαρίας συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά τη διετή περίοδο αναφοράς από τις 20 Μαΐου 2023 έως τις 19 Μαΐου 2025. Κατά την περίοδο αυτή, το λεβ δεν παρουσίασε απόκλιση από την κεντρική ισοτιμία. Η συμφωνία για τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των βουλγαρικών αρχών. Ενώ η Βουλγαρία έχει ολοκληρώσει σχεδόν όλες τις δεσμεύσεις της που απορρέουν από τη συμμετοχή της στον ΜΣΙ ΙΙ, πρέπει να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος για να αντιμετωπιστούν εναπομένουσες αδυναμίες στον τομέα της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΞΧ/ΧΤ). Συγκεκριμένα, η Βουλγαρία ενθαρρύνεται να επιταχύνει τις προσπάθειές της για να εκπληρώσει τα στοιχεία του σχεδίου δράσης που εγκρίθηκε από τη FATF (Financial Action Task Force) μετά τον Οκτώβριο του 2023, όταν η χώρα συμπεριλήφθηκε στον “γκρίζο κατάλογο” χωρών υπό αυξημένη παρακολούθηση.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2024 έως τον Απρίλιο του 2025 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Βουλγαρία διαμορφώθηκαν σε 3,9% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 5,1% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Η διαφορά του μακροπρόθεσμου επιτοκίου της Βουλγαρίας και του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ (με στάθμιση ως προς το ΑΕΠ) παρέμεινε αμετάβλητη σε 0,9 της ποσοστιαίας μονάδας στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Οι αγορές κεφαλαίων στη Βουλγαρία εξακολουθούν να είναι μικρότερου μεγέθους και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από εκείνες της ζώνης του ευρώ.
Η νομοθεσία της Βουλγαρίας είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 131 της Συνθήκης.
Πίνακας 3.1
Συγκεντρωτικός πίνακας δεικτών οικονομικής σύγκλισης
Σταθερότητα των τιμών | Δημοσιονομικές εξελίξεις και προβολές | Συναλλαγματική ισοτιμία | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
Πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ1 | Υπερβολικό έλλειμμα2,3 | Πλεόνασμα (+) ή έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης4 | Χρέος γενικής κυβέρνησης4 | Συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ3 | Συναλλαγματική ισοτιμία έναντι του ευρώ5 | Μεσοπρόθεσμο επιτόκιο6 | |
2023 | 8,6 | Όχι | -2,0 | 22,9 | Ναι | 0,0 | 3,8 |
2024 | 2,6 | Όχι | -3,0 | 24,1 | Ναι | 0,0 | 3,9 |
2025 | 2,7 | Όχι | -2,8 | 25,1 | Ναι | 0,0 | 3,9 |
Τιμή αναφοράς7 | 2,8 | -3,0 | 60,0 | 5,1 |
Πηγές: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat, Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων) και Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.
1) Μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή. Τα στοιχεία για το 2025 αφορούν την περίοδο Μαΐου 2024-Απριλίου 2025.
2) Αφορά το αν η χώρα υπόκειται σε απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, έστω και για ένα μέρος του έτους.
3) Οι πληροφορίες για το 2025 αφορούν την περίοδο μέχρι την καταληκτική ημερομηνία των στατιστικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση (19 Μαΐου 2025).
4) Ως ποσοστό του ΑΕΠ. Για το 2025: Εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2025 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
5) Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή. Θετικό πρόσημο σημαίνει ανατίμηση έναντι του ευρώ και αρνητικό πρόσημο υποτίμηση. Τα στοιχεία για το 2025 αφορούν την περίοδο 1 Ιανουαρίου-19 Μαΐου 2025.
6) Μέσο ετήσιο επιτόκιο. Τα στοιχεία για το 2025 αφορούν την περίοδο Μαΐου 2024-Απριλίου 2025.
7) Οι τιμές αναφορές για τον πληθωρισμό βάσει του ΕνΔΤΚ και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αφορούν την περίοδο Μαΐου 2024-Απριλίου 2025. Για το πλεόνασμα/έλλειμμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης οι τιμές αναφοράς ορίζονται στο άρθρο 126(2) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το σχετικό Πρωτόκολλο (αριθ. 12) για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Συντελεστές
Η παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση συντονίστηκε και καταρτίστηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ΕΚΤ, με συμβολή, σχόλια και προτάσεις και από άλλες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ, ιδίως από τις Γενικές Διευθύνσεις Νομικών Υπηρεσιών, Νομισματικής Πολιτικής και Στατιστικής. Επίσης ενσωματώνει σχόλια από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ΕΕ και ειδικότερα από τους συμμετέχοντες στη συντακτική ομάδα της παρούσας Έκθεσης.
Η Έκθεση για τη Σύγκλιση εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 30 Μαΐου 2025.
Τις ενότητες που εξετάζουν την οικονομική σύγκλιση συνέταξαν οι Henning Ahnert, Klára Bakk-Simon, Ursel Baumann, Martin Bijsterbosch, Matteo Falagiarda, Christine Gartner, Nadine Leiner-Killinger, Christiane Nickel, Romana Peronaci, Steffen Osterloh, Gábor Vincze, Giovanni Vitale και Caroline Willeke.
Συνέβαλαν επίσης οι Enrico Apicella, Ana Bairrao, Mattia Banin, Francesco Chiacchio, Livia Chitu, Alexandra Olivia Coldea, Roberta De Stefani, Steven de Vries, Martin Eiglsperger, Patrick Grussenmeyer, Jürgen Herr, Ivelina Ilkova, Miska Taneli Jokinen, Stanimira Kosekova, Eduardo Leite Kropiwiec Filho, Cyprien Milea, Antonio Moreno, Jerzy Niemczyk, Hans Olsson, Guillem Perales Molas, Vivien Petit, Elvira Rosati, Aleksandra Aldona Skorupinska και Martina Viggiano.
Τις ενότητες που εξετάζουν τη νομική σύγκλιση συνέταξαν οι Axel-Johannes Korb, Christian Kroppenstedt, Justyna Kurzela, Frederik Malfrère και Chiara Zilioli.
Συνέβαλαν επίσης οι David Baez Seara, Alina Grosu, Rupert Haigh, Karen Kaiser, Asen Lefterov, Fabian von Lindeiner and Jorge Ruiz Jiménez.
© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2025
Διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.ecb.europa.eu
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή.
Για θέματα ορολογίας και συντομογραφίες ανατρέξτε στο Γλωσσάριο της ΕΚΤ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).
HTML ISBN 978-92-899-7267-3, ISSN 1725-9517, doi:10.2866/9077723, QB-01-25-145-EL-Q
Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, όπου στην παρούσα έκθεση γίνεται λόγος για τη “Συνθήκη” νοείται η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αναφορές σε αριθμούς άρθρων αντανακλούν την αρίθμηση που ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 2009. Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, όπου στην παρούσα έκθεση γίνεται λόγος για τις “Συνθήκες” νοούνται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι όροι αυτοί επεξηγούνται και στο γλωσσάριο της ΕΚΤ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).
Όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Μααστριχτ το 1992, στη Δανία δόθηκε ρήτρα εξαίρεσης (opt-out), βάσει της οποίας δεν είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει στο Τρίτο Στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και συνεπώς να υιοθετήσει το ευρώ.
Στις 4 Νοεμβρίου 2014 η ΕΚΤ ανέλαβε τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, 29.10.2013, σελ. 63). Βλ. άρθρο 33 (2) του εν λόγω κανονισμού.
Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού (EΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (Κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141, 14.5.2014, σ. 1).
Βλ. την Απόφαση (EΕ) 2020/1015 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Българска народна банка (Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) (ECB/2020/30) (ΕΕ L 224I, 13.7.2020, σελ. 1).
Βλ. την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα του 2020, ιδίως την Ενότητα 4.1 “Διεύρυνση του ΕΕΜ μέσω στενής συνεργασίας”.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σ. 6).
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 33).
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2024/1264 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 2024/1264, 30.4.2024).
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σ. 1).
Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 41).
Βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, “Accommodating increased defence expenditure within the Stability and Growth Pact”, Ανακοίνωση της Επιτροπής, C(2025) 2000 final, Βρυξέλλες, 19 Μαρτίου 2025.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “Συντονισμένη ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής”, δελτίο τύπου, 30 Απριλίου 2025.
Τα επιτόκια υπολογίστηκαν με βάση τα διαθέσιμα εναρμονισμένα μακροπρόθεσμα επιτόκια που σχεδιάστηκαν για την αξιολόγηση της σύγκλισης (βλ. Κεφάλαιο 5 του αγγλικού πρωτοτύπου).
Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 25).
Γνώμες CON/2010/37 και CON/2010/91. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στη βάση δεδομένων EUR-Lex.
Βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 157, 21.6.2005, σ. 203).
Ειδικότερα τις Εκθέσεις για τη Σύγκλιση της ΕΚΤ του Ιουνίου 2024 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2022 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2020 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2018 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2016 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2014 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2013 (για τη Λεττονία), του Μαΐου 2012 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2010 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2008 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2007 (για την Κύπρο και τη Μάλτα), του Δεκεμβρίου 2006 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2006 (για τη Λιθουανία και τη Σλοβενία), του Οκτωβρίου 2004 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2002 (για τη Σουηδία) και του Απριλίου 2000 (για την Ελλάδα και τη Σουηδία) και την Έκθεση για τη Σύγκλιση του ΕΝΙ του Μαρτίου 1998.
Οι εθνικές νομοθεσίες δεν πρέπει να θίγουν τα καθήκοντα και τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί εν μέρει στην ΕΚΤ. Βλ. Γνώμη CON/2020/15.
Βλ. μεταξύ άλλων Υπόθεση C-265/95 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:1997:595.
Βλ. παρ. 12 της Γνώμης CON/2005/21, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2022/15 και παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 7ης Φεβρουαρίου 1973, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-39/72, ECLI:EU:C:1973:13, παρ. 16 και 17, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Οκτωβρίου 1973, Variola, C-34/73, ECLI:EU:C:1973:101, παρ. 9 έως 11, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 2ας Φεβρουαρίου 1977, Amsterdam Bulb, C-50/76, ECLI:EU:C:1977:13, παρ. 5 έως 8. Βλ. επίσης παρ. 12 της Γνώμης CON/2005/21, παρ. 2.1 της Γνώμης CON/2006/10, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2006/29, παρ. 2.1 της Γνώμης CON/2007/1, παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2007/43, παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2022/15, παρ. 2.3 της γνώμης CON/2023/27 και παρ. 2.5 της Γνώμης CON/2024/12.
Για παράδειγμα, βάσει των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 139, 11.5.1998, σ. 1) ή άλλων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, παρ. 38 και 39, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 20ης Απριλίου 2023, Brink’s Lithuania, C-772/21, ECLI:EU:C:2023:305, παρ. 56 και 57.
Βλ. παρ. 2.2 (υποσημείωση 6) της Γνώμης CON/2007/43, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2022/15, παρ. 2.6 της γνώμης CON/2023/27 και παρ. 2.7 της Γνώμης CON/2024/12.
Βλ. παρ. 13 της Γνώμης CON/2005/21, παρ. 2.2 και 3.2 της Γνώμης CON/2006/10, παρ. 2.4 της Γνώμης CON/2022/15, παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27 και παρ. 2.7 της Γνώμης CON/2024/12.
Βλ. παρ. 2.6 της Γνώμης CON/2023/27 και παρ. 2.8 της Γνώμης CON/2024/12.
Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων (ΕΕ L 189, 3.7.1998, σελ. 42).
Αυτό ισχύει επίσης για το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ, βλ. Ενότητα 2.2.4 της παρούσας Έκθεσης για τη Σύγκλιση.
Γνώμη CON/2011/104.
Βλ. παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2019/15, παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2024/24 και παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2025/2. Βλ. επίσης Υπόθεση C-11/00, Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ECLI:EU:C:2003:395, παρ. 134-136.
Γνώμη CON/2019/23.
Βλ. παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2011/104 και παρ. 3.2.2 της Γνώμης CON/2017/34.
Βλ. παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2021/35.
Γνώμη CON/2010/31.
Γνώμη CON/2009/93.
Γνώμη CON/2010/94.
Γνώμη CON/2016/33.
Όσον αφορά την ψηφοφορία εν γένει, η μυστικότητα της ψήφου μπορεί να συμβάλει στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ. Ωστόσο, η αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα δημοσιοποίησης των ψήφων, βλ. παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2022/10.
Γνώμες CON/2014/25 και CON/2015/57.
Γνώμη CON/2018/17.
Βλ. LR Ģenerālprokuratūra, C-3/20, ECLI:EU:C:2021:969, παρ. 43.
Βλ. Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C-202/18 και C-238/18, ECLI:EU:C:2019:139, παρ. 76.
Βλ. Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C-202/18 και C-238/18, ECLI:EU:C:2019:139, παρ. 52, και παρ. 3.7 της Γνώμης CON/2011/9.
Βλ., για παράδειγμα, γνώμες CON/2010/56, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106 και CON/2021/9.
Βλ. παρ. 3,3. 3 της Γνώμης CON/2024/38.
Γνώμη CON/2018/23.
Γνώμη CON/2012/89.
Γνώμες CON/2018/17, CON/2019/19 και CON/2019/36.
Γνώμη CON/2018/53.
Βλ. Γνώμη CON/2019/36 και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Kokott στην υπόθεση Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λετονίας, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-202/18 και C-238/18, ECLI:EU:C:2018:1030, παρ. 77.
Βλ. Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-202/18 και C-238/18, ECLI:EU:C:2019:139, παρ. 92: “εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να εξακριβώσει ότι τυχόν προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο διοικητή μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.”
Γνώμες CON/2004/35, CON/2005/26, CON/2006/32, CON/2006/44, CON/2007/6, CON/2019/19 και CON/2019/24.
Γνώμη CON/2022/45.
Από την άποψη αυτή, τα κράτη-μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον διορισμό των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τους, εφόσον δεν έρχονται σε σύγκρουση με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών που απορρέουν από τις Συνθήκες. Βλ. Γνώμες CON/2018/23, CON/2020/19 και CON/2021/9.
Γνώμες CON/2021/7 και CON/2023/17.
Γνώμες CON/2014/24, CON/2014/27, CON/2014/56 και CON/2017/17.
Γνώμες CON/2023/17 και CON/2023/44. Βλ. επίσης Banka Slovenije, υπόθεση C-45/21, ECLI:EU:C:2022:670, παρ. 105.
Το άρθρο 30.4 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.
Το άρθρο 33.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.
Γνώμες CON/2018/17, CON/2020/13, CON/2022/37, CON/2023/17 και CON/2023/24.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1009/2000 του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 115 της 16.5.2000, σ. 1).
Απόφαση ΕΚΤ/2010/26, της 13ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 11, 15.1.2011, σ. 53).
Οι κυριότερες γνώμες διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσε η ΕΚΤ επ' αυτού του θέματος είναι οι εξής: Γνώμες CON/2002/16, CON/2003/22, CON/2003/27, CON/2004/1, CON/2006/38, CON/2006/47, CON/2007/8, CON/2008/13, CON/2008/68 και CON/2009/32.
Γνώμη CON/2019/12.
Γνώμη CON/2019/19.
Όσον αφορά τις δραστηριότητες των ανεξάρτητων εξωτερικών ελεγκτών των ΕθνΚΤ, βλ. το άρθρο 27.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
CON/2011/9, CON/2011/53, CON/2015/57 και CON/2018/17.
Γνώμες CON/2015/8, CON/2015/57, CON/2016/24, CON/2016/59 και CON/2018/17.
Γνώμες CON/2017/17 και CON/2018/17.
Γνώμες CON/2009/85, CON/2017/17, CON/2022/37 και CON/2023/24, και παρ. 3.2 της Γνώμης CON/2024/32.
Γνώμες CON/2009/26 και CON/2013/15.
Γνώμες CON/2009/59 και CON/2009/63.
Γνώμες CON/2009/53, CON/2009/83 και CON/2019/21.
Γνώμες CON/2009/26, CON/2012/69 και CON/2020/13.
Γνώμη CON/2021/7.
Γνώμη CON/2019/19.
CON/2008/9, CON/2008/10, CON/2012/89 και CON/2023/37.
Γνώμη CON/2019/19.
Γνώμες CON/2010/42, CON/2010/51, CON/2010/56, CON/2010/69, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106, CON/2012/6, CON/2012/86, CON/2014/7 και CON/2023/37.
Γνώμη CON/2014/38.
Γνώμη CON/2021/16.
Γνώμες CON/2015/8 και CON/2015/57.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 104 και 104β(1) της Συνθήκης (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 1). Τα άρθρα 104 και 104β(1), της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επαναριθμήθηκαν ως άρθρα 123 και 125(1) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Peter Gauweiler and Others, C-62/14, ECLI:EU:C:2015:400, παρ. 100. Το άρθρο 123 της Συνθήκης στοχεύει επίσης στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και ενισχύει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.
Βλ. την Έκθεση για τη Σύγκλιση 2008, υποσημείωση 13, στην οποία παρατίθεται κατάλογος γνωμών διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσαν το ΕΝΙ/η ΕΚΤ μεταξύ Μαΐου 1995 και Μαρτίου 2008.
Αιτιολογική σκέψη 14 και άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Βλ. π.χ. τις Γνώμες CON/2016/21, CON/2017/4, CON/2020/37 και CON/2021/23.
Βλ. Γνώμη CON/2021/39.
Banka Slovenije, C-45/21, ECLI:EU:C:2022:670, παρ. 53, 54, 57 και 97. Βλ. π.χ. παρ. 2.2 της Γνώμης CON/2022/39, παρ. 2.2.1 της Γνώμης CON/2023/17, και παρ. 2.3 της Γνώμης CON/2023/44.
Banka Slovenije, C-45/21, ECLI:EU:C:2022:670, παρ. 67 έως 75 και 84. Βλ., για παράδειγμα, παρ. 3,1 της Γνώμης CON/2022/39, παρ. 2.2.2 της Γνώμης CON/2023/17 και παρ. 3.1.1 της Γνώμης CON/2023/44.
Γνώμες CON/2011/91 και CON/2011/99.
Γνώμες CON/2009/59 και CON/2009/63.
Γνώμη CON/2013/56.
Banka Slovenije, C-45/21, ECLI:EU:C:2022:670, παρ. 71.
Banka Slovenije, C-45/21, ECLI:EU:C:2022:670, παρ. 75. Βλ., για παράδειγμα, παρ. 2.2.3 της Γνώμης CON/2023/17 και παρ. 3.1.2 και 3.1.3 της Γνώμης CON/2023/44.
Παρ. 2.2.3 της Γνώμης CON/2023/17.
Παρ. 3.2.3 της Γνώμης CON/2024/31.
Γνώμες CON/2012/50, CON/2012/64 και CON/2012/71.
Γνώμη CON/2012/4, υποσημείωση 42 που παραπέμπει σε άλλες σχετικές Γνώμες επί του θέματος. Γνώμες CON/2016/55 και CON/2017/1.
Γνώμες CON/2020/24 και CON/2021/17.
Γνώμες CON/2015/22, CON/2016/28 και CON/2019/16.
Γνώμες CON/2011/103, CON/2012/99, CON/2015/3 και CON/2015/22.
Γνώμες CON/2015/33, CON/2015/35 και CON/2016/60.
Αιτιολογική σκέψη 27 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173, 12.6.2014, σ. 149).
Αιτιολογική σκέψη 23 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (ΕΕ L 84, 26.3.1997, σ. 22).
Γνώμες CON/2020/24 και CON/2021/17.
Γνώμη CON/2011/84.
Βλ. άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 και Γνώμη CON/2013/2.
Βλ. άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.
Βλ. άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.
Γνώμη CON/2013/3.
Γνώμες CON/2009/23, CON/2009/67 και CON/2012/9.
Βλ. μεταξύ άλλων τις Γνώμες CON/2010/54, CON/2010/55 και CON/2013/62.
Γνώμη CON/2012/9.
Βλ. κατά την έννοια αυτή τις Υποθέσεις Smaranda Bara κ.λπ κατά Casa Naţională de Asigurări de Sănătate κ.λπ, C-201/14, ECLI:EU:C:2015:638, παρ. 22, και Peter Gauweiler κ.λπ, C-62/14, ECLI:EU:C:2015:400, παρ. 100.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3604/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της Συνθήκης (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 4). Το άρθρο 104α της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επαναριθμήθηκε ως άρθρο 124 της Συνθήκης.
Βλ. άρθρο 3(2) και αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer στην Υπόθεση C-222/95 Société civile immobilière Parodi κατά Banque H. Albert de Bary et Cie., ECLI:EU:C:1997:345, παρ. 24.
Βλ. Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176, 27.06.2013, σ. 1), και Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ. 338).
Άρθρο 4(1) στοιχείο (1) του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
Άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
Υπέρ αυτού συνηγορούν το άρθρο 3(2) και η αιτιολογική σκέψη 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.
Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (κατευθυντήρια γραμμή γενικής τεκμηρίωσης) (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91, 2.4.2015, σ. 3).
Όσο υψηλότερα είναι τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά, τόσο λιγότερα κεφάλαια για χρηματοδοτήσεις διαθέτουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η δημιουργία χρήματος.
Βλ. το άρθρο 19 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 1), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (ΕΕ L 250, 2.10.2003, σ. 10) και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2013/33) (ΕΕ L 297, 7.11.2013, σ. 1).
Η “Δήλωση της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Δημοκρατίας της Μάλτας σχετικά με τη γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος στις Συνθήκες”, που επισυνάπτεται στις Συνθήκες, ορίζει ότι: “Με την επιφύλαξη της τυποποιημένης γραφής του ονόματος του ενιαίου νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αναφέρουν οι Συνθήκες ως έχει στα χαρτονομίσματα και τα κέρματα, η Λεττονία, η Ουγγαρία και η Μάλτα δηλώνουν ότι η γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων του, όπως χρησιμοποιείται στο λεττονικό, ουγγρικό και μαλτέζικο κείμενο των Συνθηκών, δεν έχει καμία επίπτωση στους ισχύοντες κανόνες της λεττονικής, της ουγγρικής και της μαλτέζικης γλώσσας”.
Γνώμη CON/2012/87.
Γνώμη CON/2020/2.
Γνώμες CON/2010/30 και CON/2010/48.
Βλ. ιδίως τα άρθρα 127 και 128 της Συνθήκης και τα άρθρα 3 έως 6 και 16 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, πρώτη περίπτωση.
Γνώμες CON/2012/105, CON/2013/90 και CON/2013/91.
Για παράδειγμα, εθνικές νομοθετικές διατάξεις για τη μεταφορά της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 41). Γνώμες CON/2013/90 και CON/2013/91.
Γνώμες CON/2009/99, CON/2011/79 και CON/2017/1.
Γνώμη CON/2010/8.
Παρ. 3.1 της Γνώμης CON/2024/1 και παρ. 2.3, 2.4 και 2.5 της Γνώμης CON/2024/26.
Γνώμη CON/2008/34.
Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, τρίτη περίπτωση.
Με εξαίρεση τα τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα, τα οποία επιτρέπεται να κατέχουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών σύμφωνα με το άρθρο 127(3) της Συνθήκης.
Στο πλαίσιο αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να διασφαλίζει τη συνέπεια με τις υποχρεώσεις υποβολής ]στοιχείων που ορίζονται στη νομοθεσία της Ένωσης. Βλ. Γνώμη CON/2020/29.
Γνώμη CON/2013/88.
Γνώμες CON/2015/5 και CON/2015/24.
Άρθρο 26 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 27 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 28 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 30 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 32 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Παρ. 2.1 και 3.2 έως 3.4 της Γνώμης CON/2022/37, παρ. 2.1, 2.2 και 3.1 έως 3.5 της Γνώμης CON/2023/24, και παρ. 3.2 της Γνώμης CON/2024/32.
- 4 June 2025