Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Επενδύοντας στην Ευρώπη: προς μια νέα διαδικασία σύγκλισης

Ομιλία του Benoît Cœuré, μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Ενότητα «The Big Rethink for a Stronger Europe» (Ευρεία αναθεώρηση για μια ισχυρότερη Ευρώπη), Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης του Economist με την Ελληνική Κυβέρνηση,Αθήνα, 9 Ιουλίου 2014

***

Περίληψη

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) είναι το τρίαθλο της πολιτικής. Απαιτεί από τους συμμετέχοντες αντοχή και αποφασιστικότητα ώστε να αποδίδουν καλά ανά πάσα στιγμή και στους τρεις τομείς της νομισματικής ένωσης: τη δημοσιονομική πολιτική, την οικονομική πολιτική και τη χρηματοπιστωτική πολιτική. Η ΟΝΕ στηρίζεται στην ομαδική προσπάθεια. Μόνο όταν όλοι οι επιμέρους συμμετέχοντες αποδίδουν καλά μπορεί η ομάδα της ζώνης του ευρώ να είναι ισχυρή. Αυτό είναι και το σημαντικότερο δίδαγμα της κρίσης.

Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε πορεία μέτριας ανάκαμψης, αλλά δεν δικαιολογείται ο εφησυχασμός. Προκειμένου η κρίση να αποτελέσει οριστικά παρελθόν, πρέπει ακόμη να αντιμετωπιστούν κάποιες σημαντικές προκλήσεις. Η ζώνη του ευρώ έχει πλέον ξεπεράσει τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά βρίσκεται ακόμη αντιμέτωπη με υψηλό χρέος, χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και απαράδεκτα υψηλή ανεργία. Αυτοί οι λόγοι είναι αρκετοί για να μας κρατήσουν σε επαγρύπνηση και συνεχή δράση. Τα τελευταία χρόνια, οι φορείς χάραξης της οικονομικής πολιτικής εύλογα επικεντρώθηκαν στην αποκατάσταση της σημαντικότερης απαραίτητης προϋπόθεσης για την ανάπτυξη: της σταθερότητας. Η διασφάλιση ενός σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος έχει καθοριστική σημασία, καθώς αυτό ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύουν, τις εταιρείες να κάνουν προσλήψεις, τα νοικοκυριά να καταναλώνουν.

Υπάρχουν τρεις συναφείς διαστάσεις της οικονομικής σταθερότητας: η σταθερότητα των τιμών, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η μακροοικονομική σταθερότητα, στην οποία περιλαμβάνεται και η ευρωστία των δημόσιων οικονομικών. Σε όλους αυτούς τους τομείς σημειώσαμε σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Στη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι η σταθερότητα των τιμών παρείχε ένα σημείο αναφοράς σε ένα οικονομικό περιβάλλον αβεβαιότητας και αστάθειας. Όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και η έναρξη της τραπεζικής ένωσης, με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, αποτελούν ορόσημα από αυτή την άποψη. Σε ό,τι αφορά την τρίτη διάσταση, η κρίση μας έδειξε πώς ακριβώς η συσσώρευση υπερβολικών ανισορροπιών μπορεί να απειλήσει την ύπαρξη της νομισματικής ένωσης – αν δεν διασφαλίζεται δηλαδή η δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα. Η νέα ανάπτυξη δεν θα δημιουργηθεί με νέο χρέος. Υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές είναι απαραίτητες για την απαλλαγή από το χρέος. Επομένως, οι ισχύοντες κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αξιόπιστο.

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε ότι η αποστολή μας εξετελέσθη. Αυτά που έχουμε επιτύχει μέχρι τώρα δεν είναι αρκετά. Η λύση για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που εξακολουθούν να υφίστανται θα μπορούσε να έχει τη μορφή μιας «νέας διαδικασίας σύγκλισης», η οποία θα πρέπει να έχει καθορισμένο χρονοδιάγραμμα και ορόσημα. Όμως, η βιωσιμότητα της σύγκλισης είναι εφικτή μόνον εάν συνδέεται με ανάλογη εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, εάν δηλαδή πρόκειται για έναν αγώνα για τη διασφάλιση βέλτιστων θεσμών και πολιτικών και όχι για την επίτευξη ονομαστικών απλώς αποτελεσμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εφόσον σχεδιαστούν σωστά, οδηγούν σε μεγαλύτερη ευημερία για κάθε χώρα και, ταυτόχρονα, αυξάνουν την ανθεκτικότητα της ΟΝΕ συνολικά, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική και στην κοινωνική σταθερότητα. Επομένως, η ανάπτυξη και η σταθερότητα αλληλοενισχύονται.

Η διαδικασία σύγκλισης θα πρέπει να έχει δύο σκέλη: αφενός να υποστηρίζει τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών και δομών σε εθνικό επίπεδο και αφετέρου να προάγει την από κοινού ανάληψη δράσης.

Σε εθνικό επίπεδο, η σύγκλιση συνεπάγεται ότι οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ πρέπει να επιταχύνουν την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως των μεταρρυθμίσεων που αποφέρουν τα περισσότερα οφέλη αποδοτικότητας με δεδομένη τη σχετική απόσταση από τις βέλτιστες πρακτικές. Οι δε φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να μεριμνήσουν δεόντως ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι τα βάρη της προσπάθειας προσαρμογής κατανέμονται δίκαια.

Η σύγκλιση των εθνικών δομών θα μπορούσε να συμπληρωθεί με την από κοινού ανάληψη δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αύξηση των επενδύσεων και με τη μεταβίβαση ορισμένων δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων στο ευρωπαϊκό επίπεδο με σκοπό να ενισχυθεί ο επιμερισμός του κινδύνου εντός της νομισματικής ένωσης. Όμως, η από κοινού ανάληψη δράσης μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνον από τη στιγμή που θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών αλλά και εντός των χωρών και εφόσον η διαδικασία σύγκλισης θα έχει προχωρήσει επιτυχώς. Η έκταση και η μορφή των δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων, καθώς και οι κατάλληλες ρυθμίσεις δημοκρατικού ελέγχου τους, θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής διαδικασίας.

Η μεγαλύτερη απειλή για την ενιαία αγορά δεν είναι η ολοκλήρωση της ζώνης του ευρώ, αλλά μάλλον μια ενδεχόμενη στασιμότητα της ζώνης του ευρώ. Η επίτευξη μιας πλήρως λειτουργικής ΟΝΕ αποτελεί μια πρόκληση η οποία δεν έχει πάψει να υφίσταται. Ας ετοιμαστούμε λοιπόν για την επόμενη φάση του αγώνα.

***

Εισαγωγή

Κυρίες και κύριοι, [1]

Θα ήθελα πρώτα από όλα να ευχαριστήσω τον Economist που με προσκάλεσε να συμμετάσχω σε αυτό το πάνελ διακεκριμένων ομιλητών.

Πριν από δέκα χρόνια σχεδόν, έλαβε χώρα εδώ στη Βουλιαγμένη το ολυμπιακό άθλημα του τριάθλου. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν την ημέρα του αγώνα ήταν παρόμοιες με τις σημερινές: ζέστη και ξηρή ατμόσφαιρα. Δύο ήταν οι βασικές αρετές που έπρεπε να έχουν οι αθλητές προκειμένου να μπορέσουν να αγωνιστούν υπό αυτές τις συνθήκες: αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες και προσήλωση στην ολοκλήρωση και των τριών δοκιμασιών με τον ίδιο ζήλο.

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) είναι το τρίαθλο της πολιτικής. Προϋποθέτει αντοχή σε «θερμές» καταστάσεις και απαιτεί προσήλωση και αποφασιστικότητα ούτως ώστε οι συμμετέχοντες να αποδίδουν καλά ανά πάσα στιγμή και στους τρεις τομείς πολιτικής που χαρακτηρίζουν μια νομισματική ένωση: τη δημοσιονομική πολιτική, την οικονομική πολιτική και τη χρηματοπιστωτική πολιτική. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά με το ολυμπιακό τρίαθλο: η ΟΝΕ στηρίζεται στην ομαδική προσπάθεια. Μόνο όταν όλοι οι επιμέρους συμμετέχοντες αποδίδουν καλά μπορεί η ομάδα της ζώνης του ευρώ να είναι ισχυρή. Αυτό είναι και το σημαντικότερο δίδαγμα της κρίσης.

Σήμερα, θα ήθελα να αναλύσω τι ακριβώς σημαίνει αυτό σε σχέση με τις προσπάθειες πολιτικής που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος – όπως υποδεικνύει και ο τίτλος της παρούσας ενότητας – της «ευρείας αναθεώρησης για μια ισχυρότερη Ευρώπη». Θα ξεκινήσω με μια περιγραφή των προκλήσεων – των θερμών καταστάσεων – που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ζώνη του ευρώ. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω συνοπτικά όσα έχουν ήδη επιτευχθεί για την αποκατάσταση της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στη ζώνη του ευρώ. Και τέλος, θα υποστηρίξω ότι χρειάζεται να ακολουθήσουμε μια αξιόπιστη μακροχρόνια πορεία προς μια μεγαλύτερη σύγκλιση και ενισχυμένη ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ, ούτως ώστε να προαχθεί η διαρκής ανάπτυξη και να αποκατασταθεί μόνιμα η εμπιστοσύνη. Πρόκειται για τη δέσμευση να συνεχίσουμε την προσπάθεια μέχρι τέλους. Αποκαλώ αυτήν τη μακροχρόνια προσπάθεια πολιτικής – με σκοπό όχι την εκπλήρωση των κριτηρίων συμμετοχής στην ΟΝΕ, αλλά τη διατήρηση μιας επιτυχημένης συμμετοχής σε αυτήν – «νέα διαδικασία σύγκλισης», όπως θα εξηγήσω σε λίγο.

Η κατάσταση της ζώνης του ευρώ

Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε πορεία μέτριας ανάκαμψης, αλλά δεν δικαιολογείται ο εφησυχασμός. Προκειμένου να ξεπεραστεί πραγματικά η κρίση, πρέπει ακόμη να αντιμετωπιστούν ορισμένες σημαντικές προκλήσεις.

Πρώτον, το χρέος της ζώνης του ευρώ έχει σταθεροποιηθεί, αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα. [2]

Δεύτερον, το ποσοστό της ανεργίας στη ζώνη του ευρώ εξακολουθεί να είναι υψηλό, πλήττοντας δυσανάλογα τους νέους. [3]

Τέλος, η οικονομική ανάπτυξη συνεχίζεται με βραδύ ρυθμό μόνο. [4] Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι επενδύσεις κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα στην Ευρώπη, τάση την οποία επιδείνωσε η κρίση. Ταυτόχρονα, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής, η οποία αποτελεί τη βάση της μακροχρόνιας ανάπτυξης, υπήρξε επίσης απογοητευτική. [5]

Αν αυτή η τάση συνεχιστεί σε πιο μακροχρόνιο ορίζοντα, η ζώνη του ευρώ δεν θα δημιουργεί αρκετό πλούτο ώστε να μπορεί να εγγυάται το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της και να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του κοινωνικού της μοντέλου, το οποίο αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς της.

Διερωτόμαστε κάποιες φορές πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τη δυναμική της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας χωρίς την πίεση της χρηματοπιστωτικής κρίσης [6]. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι όσα έχουν επιτευχθεί από το 2010 και μετά για την ενδυνάμωση της ΟΝΕ αρκούν για να την καταστήσουν ισχυρή και βιώσιμη, για να θεωρήσουμε δηλαδή ότι η αποστολή εξετελέσθη. Όμως οι προκλήσεις που προ ολίγου ανέφερα δίνουν από μόνες τους την απάντηση. Αυτά που έχουμε ήδη επιτύχει δεν είναι αρκετά. Η ζώνη του ευρώ έχει πλέον ξεπεράσει τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά βρίσκεται ακόμη αντιμέτωπη με υψηλό χρέος, χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και απαράδεκτα υψηλή ανεργία. Αυτοί οι λόγοι είναι αρκετοί για να μας κρατήσουν σε επαγρύπνηση και συνεχή δράση.

Σταθερότητα – απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη

Η διασφάλιση ενός σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος έχει καθοριστική σημασία, καθώς αυτό ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύουν, τις εταιρείες να κάνουν προσλήψεις, τα νοικοκυριά να καταναλώνουν. Όταν επικρατεί αβεβαιότητα, η οικονομική δραστηριότητα υποφέρει. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρεις συναφείς διαστάσεις της οικονομικής σταθερότητας: η σταθερότητα των τιμών, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η μακροοικονομική σταθερότητα, στην οποία περιλαμβάνεται και η ευρωστία των δημόσιων οικονομικών. Σε όλους αυτούς τους τομείς σημειώθηκε σημαντική πρόοδος τα τελευταία χρόνια.

Στη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι η σταθερότητα των τιμών παρείχε ένα σημείο αναφοράς σε ένα οικονομικό περιβάλλον αβεβαιότητας και αστάθειας. Στο πλαίσιο αυτής της γενικής επιδίωξης, σκοπός των πρόσφατων αποφάσεών μας είναι να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος μιας υπέρμετρα παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού και να διασφαλιστεί ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα παραμείνουν σταθεροποιημένες.

Όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η κρίση μας έδειξε πώς η λειτουργία μιας οικονομίας επηρεάζεται αρνητικά όταν δεν υπάρχει ένα εύρυθμο, εύρωστο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην εξασφάλιση έναντι πιθανών κρίσεων, τον περιορισμό της ανάληψης κινδύνων και τη μείωση του ηθικού κινδύνου μέσω ενός ισχυρού πλαισίου κινήτρων. Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και η έναρξη της τραπεζικής ένωσης, με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, αποτελούν ορόσημα από αυτή την άποψη. Η σταθεροποίηση και συνεχιζόμενη ανασυγκρότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελεί ένα άλλο παράδειγμα.

Όσον αφορά την τρίτη διάσταση, η κρίση μας έδειξε πώς ακριβώς η συσσώρευση υπερβολικών ανισορροπιών μπορεί να απειλήσει την ύπαρξη της νομισματικής ένωσης – αν δεν διασφαλίζεται δηλαδή η δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα. Το δίδαγμα που αποκομίσαμε από αυτή την απειλή ήταν ότι υπήρχε ανάγκη για αναμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης. Θα πρέπει τώρα να είμαστε πολύ προσεκτικοί ώστε να μην αναστρέψουμε αυτό το επίτευγμα, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα. Η νέα ανάπτυξη δεν θα δημιουργηθεί με νέο χρέος. Αντιθέτως, υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές είναι απαραίτητες για την απαλλαγή από το χρέος. Έτσι, οι ισχύοντες κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται και τα όριά τους δεν πρέπει να υπερβαίνονται σε σημείο ώστε να χάνουν την αξιοπιστία τους. Στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπεται κάποια ευελιξία προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη το κόστος σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων – αλλά δεν μπορεί να βασίζεται σε κενές υποσχέσεις. Η χρονική ακολουθία πρέπει να είναι σαφής: πρώτα εγκρίνονται και υλοποιούνται οι μεταρρυθμίσεις, και αξιολογούνται ανεξάρτητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στη συνέχεια το κόστος τους, το οποίο εκτιμάται και αυτό ανεξάρτητα, μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με τη δέουσα προσοχή στα περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια που παρέχουν τα υψηλά επίπεδα του χρέους.

Η οικονομική σταθερότητα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη, όμως από μόνη της δεν είναι επαρκής. Πρέπει να καταβάλουμε περισσότερες προσπάθειες προκειμένου οι οικονομίες μας να απαλλαγούν από το υψηλό χρέος και την ανεργία και να διασφαλιστεί ως εκ τούτου η κοινωνική σταθερότητα.

Ο αγώνας για την κατάκτηση της κορυφής: μια νέα διαδικασία σύγκλισης

Οι προκλήσεις που σας περιέγραψα προ ολίγου απαιτούν μια λύση η οποία δεν περιορίζεται στην αναγκαία εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων της ΟΝΕ. Μια λύση η οποία θα προάγει τη σταθερότητα και την εμπιστοσύνη όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Μια λύση η οποία θα δώσει στην ΟΝΕ τη θεσμική μορφή που χρειάζεται για να αποτελέσει ένα επιτυχημένο εγχείρημα μακροπρόθεσμα. Κατά την άποψή μου, η λύση αυτή θα μπορούσε να λάβει τη μορφή μιας «νέας διαδικασίας σύγκλισης», η οποία θα πρέπει να έχει καθορισμένο χρονοδιάγραμμα και ορόσημα.

Προκειμένου να επιτευχθούν καλές επιδόσεις και στους τρεις τομείς πολιτικής της ΟΝΕ, είναι απαραίτητη η σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών και δομών. Επιπλέον, καθοριστική σημασία έχει και η από κοινού ανάληψη δράσης.

Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω τι εννοώ όταν μιλώ για σύγκλιση. Η κρίση κατέδειξε ότι η σύγκλιση των οικονομικών αποτελεσμάτων χαρακτηρίζεται από ευπάθεια. Μπορεί να αναστραφεί ταχύτατα σε περίπτωση που εκδηλωθούν εξωγενείς διαταραχές. Η βιωσιμότητα της σύγκλισης είναι εφικτή μόνον εάν συνδέεται με ανάλογη εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, εάν δηλαδή πρόκειται για έναν αγώνα για τη διασφάλιση βέλτιστων θεσμών και πολιτικών και όχι για την επίτευξη ονομαστικών απλώς αποτελεσμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εφόσον σχεδιαστούν σωστά, οδηγούν σε μεγαλύτερη ευημερία για κάθε χώρα και, ταυτόχρονα, αυξάνουν την ανθεκτικότητα της ΟΝΕ συνολικά, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική και στην κοινωνική σταθερότητα. Επομένως, η ανάπτυξη και η σταθερότητα αλληλοενισχύονται.

Σε ό,τι αφορά τη σύγκλιση οικονομικών δομών και πολιτικών, η λήψη αποφασιστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης. Οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ πρέπει να επιταχύνουν την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως των μεταρρυθμίσεων που αποφέρουν τα περισσότερα οφέλη αποδοτικότητας με δεδομένη τη σχετική απόσταση από τις βέλτιστες πρακτικές. [7] Οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να μεριμνήσουν δεόντως ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι τα βάρη της προσπάθειας προσαρμογής κατανέμονται δίκαια. Η αντίληψη ότι οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται σε εθνικό πλαίσιο είναι δίκαιες αποτελεί βασικό συστατικό για την επιτυχία τους. Σημαντικά παραδείγματα αποτελούν η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της προσοδοθηρίας και της διαφθοράς, καθώς και η βελτίωση της διαφάνειας.

Αυτές οι προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να συμπληρώνονται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, τον θεμελιώδη παράγοντα που συνενώνει τις οικονομίες των χωρών μας. Αυτό ισχύει ιδίως για την ενιαία αγορά κεφαλαίων, όπου υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια δράσης ούτως ώστε να βελτιωθεί τόσο ο επιμερισμός του κινδύνου όσο και η αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων. [8]

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσαν να προχωρήσουν και πέρα από την καθαρά εθνική διάσταση στους τομείς που αφορούν άμεσα την εύρυθμη λειτουργία της ΟΝΕ. Σε αυτούς τους τομείς η σύγκλιση θα μπορούσε να ενσωματώνεται σε μια ευρωπαϊκή προσπάθεια η οποία θα ήταν δεσμευτική και θα βασιζόταν σε στόχους αναφοράς τους οποίους θα έπρεπε να εκπληρώνουν όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Αυτή η διαδικασία σύγκλισης θα ισοδυναμούσε με έναν αγώνα για την κατάκτηση της κορυφής και θα μείωνε τις διαφορές σε σχέση με τις καλύτερες δυνατές επιδόσεις ως προς την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα.

Η διαδικασία αυτή, προκειμένου να είναι καθόλα αποτελεσματική και να διέπεται από νομιμότητα, θα απαιτούσε τη σταδιακή συγκέντρωση εθνικής κυριαρχίας σε αυτούς τους τομείς πολιτικής και θα βασιζόταν στην κοινοτική μέθοδο με τη δέουσα συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η σύγκλιση των εθνικών δομών θα μπορούσε να συμπληρωθεί με την από κοινού ανάληψη δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο από δύο απόψεις.

Συμπληρωματικά προς τις πρωτοβουλίες κανονιστικού χαρακτήρα, θα μπορούσε να αναληφθεί μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια με σκοπό την αύξηση των επενδύσεων, μέσω της καλύτερης διοχέτευσης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων προς επενδυτικά σχέδια καθώς και μέσω του συντονισμού των διαθέσιμων προγραμμάτων δημόσιων επενδύσεων. Πέραν αυτού, θα μπορούσε κανείς να οραματιστεί την πραγματοποίηση κοινών ευρωπαϊκών επενδύσεων σε δημόσια αγαθά, όπως στους κλάδους δικτύων και σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, μέσω των οποίων θα μπορούσε να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της Ευρώπης και να αντισταθμιστεί η μείωση των δημόσιων επενδύσεων σε οικονομίες που πλήττονται από διαταραχές. Αυτό θα πρέπει όμως να επιτευχθεί με τον καθορισμό προτεραιοτήτων όσον αφορά τις δαπάνες, χωρίς να υπονομεύονται οι προσπάθειες που εξακολουθούν να είναι αναγκαίες για τη μείωση των επιπέδων του χρέους.

Σε πιο μακροχρόνιο ορίζοντα, η διαδικασία σύγκλισης θα μπορούσε να κορυφωθεί με τη μεταβίβαση ορισμένων δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με σκοπό να ενισχυθεί ο επιμερισμός του κινδύνου εντός της νομισματικής ένωσης. Επιτρέψτε μου όμως να σας επισημάνω κάτι πολύ σημαντικό. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνον από τη στιγμή που θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών αλλά και εντός των χωρών, δηλαδή από τη στιγμή που θα επιστρέψουμε σε πορεία ανάπτυξης, θα υποχωρήσει η ανεργία και οι ανισότητες και θα επιτευχθεί επαρκής σύγκλιση των οικονομιών. Πλέον γίνεται λόγος για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμφωνηθεί μόνο υπό το πέπλο της άγνοιας [9], δηλαδή με την προσδοκία ότι οι συμμετέχουσες οικονομίες, αν και διαφορετικές, έχουν συγκρίσιμα δυνατά και αδύναμα σημεία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο τέτοιου είδους μπορεί να προκύψει μόνο μετά την ολοκλήρωση μιας νέας διαδικασίας σύγκλισης.

Η απόφαση για το πώς θα κατανεμηθούν οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες και πώς θα εξασφαλίζεται ο κατάλληλος δημοκρατικός τους έλεγχος είναι, κατά τη γνώμη μου, καθαρά πολιτική. Θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής διαδικασίας, και εδώ σημειώνω ότι ορισμένα άλλα ομοσπονδιακά κράτη με πιο ανεπτυγμένες μορφές πολιτικής ένωσης, όπως η Ελβετία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν υιοθετήσει πολύ διαφορετικές λύσεις για αυτό το ζήτημα.

Η περαιτέρω ολοκλήρωση εντός της ζώνης του ευρώ εγείρει το δύσκολο ζήτημα των σχέσεων με όσους βρίσκονται εκτός αυτής. Κατάλληλοι μηχανισμοί ασφαλείας πρέπει να εγγυώνται την απόλυτη συνέπεια προς τις αρχές της ενιαίας αγοράς, η οποία αποτελεί το πολυτιμότερο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, οι μηχανισμοί αυτοί, όσο και αν επηρεάζουν τον σχεδιασμό της ολοκλήρωσης της ζώνης του ευρώ, δεν μπορούν να αλλάξουν τον προσανατολισμό της. Η μεγαλύτερη απειλή για την ενιαία αγορά δεν είναι η ολοκλήρωση της ζώνης του ευρώ, αλλά μάλλον μια ενδεχόμενη στασιμότητα της ζώνης του ευρώ. [10]

Συμπέρασμα

Κυρίες και κύριοι,

Οι δοκιμασίες του τριάθλου ολοκληρώθηκαν εδώ στη Βουλιαγμένη πριν από μια δεκαετία. Η επίτευξη μιας πλήρως λειτουργικής ΟΝΕ αποτελεί μια πρόκληση η οποία δεν έχει πάψει να υφίσταται. Στην ουσία, μόλις περάσαμε την πρώτη δοκιμασία. Θα πρέπει τώρα να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας για να αντιμετωπίσουμε και τις δύο επόμενες.

Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας και με μεγάλη χαρά θα συμμετάσχω στην συζήτηση που θα ακολουθήσει.

  1. [1]Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Lucas Guttenberg, Jean-Francois Jamet και Marion Salines για τη συνεισφορά τους. Παραμένω αποκλειστικά υπεύθυνος για τις απόψεις που εκφράζονται στην παρούσα ομιλία.

  2. [2]Το 2013 το χρέος του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα διαμορφώθηκε αντίστοιχα σε 95,1% και 168,0% του ΑΕΠ. Το επίπεδο του χρέους είναι ιδιαίτερα υψηλό σε ορισμένα κράτη μέλη: για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε σε 175,1% του ΑΕΠ στην Ελλάδα και σε 132,6% του ΑΕΠ στην Ιταλία, ενώ το χρέος του ιδιωτικού τομέα ανήλθε σε 319% του ΑΕΠ στην Ιρλανδία και σε 252% του ΑΕΠ στην Πορτογαλία.

  3. [3]Το ποσοστό ανεργίας στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε σε 12,0% το 2013. Η ανεργία των νέων άγγιξε το 24,0% στη ζώνη του ευρώ και αυξήθηκε κατακόρυφα στην Ελλάδα και την Ισπανία, όπου έφθασε το 58,3% και το 55,5% αντίστοιχα.

  4. [4]Το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ αναμένεται να ανακάμψει με ρυθμό 1% το 2014 και 1,7% το 2015 σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ.

  5. [5]Οι συνολικές επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά 20% μετά την κορύφωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2008. Επιπλέον, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής υπήρξε επίσης απογοητευτική στη ζώνη του ευρώ από το 2000 και μετά: από το 2000 έως το 2007 κατέγραφε αύξηση κατά 0,45% ετησίως, ενώ από το 2007 έως το 2012 σημείωνε υποχώρηση κατά 0,47% ετησίως (πηγή: βάση δεδομένων Ameco, Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

  6. [6]Βλ. Barroso, J.M., «Remarks by President Barroso on the Country Specific Recommendations 2014», ομιλία που εκφωνήθηκε στις 2 Ιουνίου 2014, στις Βρυξέλλες.

  7. [7]Cheptea, C. και Velculescu, D., «A Disaggregated Approach to Prioritizing Structural Reforms for Growth and Employment», στην έκδοση των Schindler, M., Berger, H., Bakker, B. και Spilimbergo, A. (επιμ.), Jobs and Growth: Supporting the European Recovery, ΔΝΤ, 2014.

  8. [8]Βλ. Cœuré, B., «Ein Binnenmarkt für Kapital», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 30 Ιουνίου 2014.

  9. [9]Βλ. Rawls, J., «A Theory of Justice», Harvard University Press, 1971.

  10. [10]Βλ. Cœuré, Β., «Is Eurozone governance fit for purpose?», ομιλία στο πλαίσιο δείπνου που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης, Λονδίνο, 30 Ιανουαρίου 2014.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου